Η ΔΥΣΛΕΞΙΑ είναι η πιο κοινή από τις ειδικές μαθησιακές δυσκολίες.

δυσλεξια 1

Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, σε μαθητές που:

 

α) έχουν νοητικό δυναμικό κατώτερο από τον μέσο όρο, με αποτέλεσμα οι επιδόσεις τους να είναι κατώτερες από τυπικά παιδιά.

Σε αυτήν την περίπτωση, γίνεται λόγος για γενικές μαθησιακές δυσκολίες και θεωρείται ότι οφείλονται κυρίως σε εξωγενείς παράγοντες, ενώ μπορεί να παίζει ρόλο και το χαμηλό IQ ή οι σημαντικές αισθητηριακές και εγκεφαλικές βλάβες,
 

β) δεν έχουν σοβαρή νοητική έκπτωση, αλλά εμφανίζουν δυσκολίες σε κάποιους τομείς, όπως ανάγνωση, γραφή, αριθμητική κ.α.

Σε αυτήν την περίπτωση, γίνεται λόγος για ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, ενώ θεωρείται ότι οφείλονται κυρίως σε νευρολογικά αίτια. Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία (DSM-5, 2013), οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες είναι η ειδική διαταραχή της ανάγνωσης (δυσλεξία), η ειδική διαταραχή της ορθογραφίας (δυσορθογραφία), η ειδική διαταραχή αριθμητικών ικανοτήτων (δυσαριθμησία) και η μικτή διαταραχή σχολικών ικανοτήτων.
 

 

 

Δυσλεξία

Είδη δυσλεξίας

Η δυσλεξία διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: την επίκτητη και την ειδική ή εξελικτική.

Η επίκτητη χαρακτηρίζεται από δυσκολία του ατόμου στον γραπτό λόγο, επειδή οι ικανότητες ανάγνωσης, γραφής και ορθογραφίας χάθηκαν λόγω εγκεφαλικού τραυματισμού.
Η ειδική δυσλεξία, χαρακτηρίζεται σε οπτική και ακουστική. Οι μαθητές με οπτική δυσλεξία δυσκολεύονται να μάθουν μέσω της οπτικής οδού, μπερδεύουν λέξεις ή γράμματα που μοιάζουν μεταξύ τους και δυσκολεύονται να διαβάσουν ολιστικά. Επίσης, παρουσιάζουν δυσκολίες στη φωνητική, στη φωνολογία και στην ορθογραφία. Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά που εμφανίζουν ακουστική δυσλεξία δυσκολεύονται να γράψουν με υπαγόρευση ένα κείμενο, ενώ δυσκολεύονται στη διάκριση και στην αναπαραγωγή ακουστικών ήχων. Ακόμα, δεν μπορούν να αντιληφθούν τις ομοιότητες των αρχικών και των τελικών ήχων των λέξεων, όπως για παράδειγμα, αδυνατούν να κατανοήσουν το διπλό ήχο στο συμφωνικό σύμπλεγμα «κλαίει και διαβάζει».
 

 

Αιτιολογία

Η προσπάθεια για την εύρεση των αιτιών της εμφάνισης της δυσλεξίας είναι αρκετά δύσκολη. Πολλοί ερευνητές έχουν δώσει διαφορετικούς λόγους εμφάνισης της διαταραχής, αλλά οι περισσότεροι συναινούν στο ότι υπάρχει βιολογική βάση. Επικρατέστερες απόψεις έχουν να κάνουν με:

δυσλεξια 2

 
γενετικές ανωμαλίες, καθώς η κληρονομικότητα ίσως παίζει κάποιο ρόλο.
ελλείμματα στη γνωστική, γλωσσική και αντιληπτική επεξεργασία.
 

Συχνότητα

Όσον αφορά τη συχνότητα της διαταραχής, αυτή φαίνεται να κυμαίνεται σε ένα ποσοστό 8-10% των παιδιών της σχολικής ηλικίας. Στην Ελλάδα η δυσλεξία εκτιμάται σε ένα ποσοστό 3-4% στο σχολικό πληθυσμό ηλικίας 6-18 ετών. Επίσης, φαίνεται ότι εμφανίζεται περισσότερο στα αγόρια σε αναλογία 4 προς 1, σε σχέση με τα κορίτσια.

 

Συμπτωματολογία

Το δυσλεκτικό παιδί διαθέτει φυσιολογική νοημοσύνη, αλλά παρουσιάζει δυσκολίες στην ανάγνωση γραφή και αριθμητική.

δυσλεξια 3

Συγκεκριμένα:

Στον προφορικό λόγο παρουσιάζει φτωχό λεξιλόγιο και το γραπτό του κείμενο χαρακτηρίζεται από φτωχή δομή.
Παραλείπει λέξεις, ρήματα και κομπιάζει στην ομιλία του.
Αργεί να διαβάσει και δε διαθέτει την κατάλληλη αναγνωστική αποκωδικοποίηση και ευχέρεια.
Παραλείπει γράμματα μέσα σε λέξεις, κάνει αναγραμματισμούς, συγχέει γράμματα που οπτικά μοιάζουν (π.χ. «α» αντί «ο», το «β» αντί «φ»).
Παρουσιάζει καθρεπτική γραφή (π.χ. γράφει «3» αντί για «Ε») και εμφανίζει προβλήματα τονισμού.
Δυσκολεύεται στην κατανόηση της καταληκτικής ορθογραφίας και παρουσιάζει προβλήματα στον συλλαβικό χωρισμό των λέξεων.
Παρουσιάζει δυσκολίες στον χωρο-χρονικό προσανατολισμό. Συγχέει το αριστερό με το δεξί, δυσκολεύεται να μάθει την ώρα και να προσανατολιστεί στον χώρο.
Παρουσιάζει δυσκολία στη μνήμη, όσον αφορά σε προφορικές εντολές, αλλά και σε οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα. Συχνά, ξεχνάει να τελειώσει τις εργασίες που του ανατίθενται στο σπίτι.
 

Ωστόσο, τα άτομα με δυσλεξία φαίνεται να διαθέτουν φαντασία, χιούμορ και μεγάλη επινοητικότητα, ενώ έχουν έφεση στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και διαθέτουν καλή αντίληψη.

 

Διάγνωση

Η πολύπλευρη φύση της δυσλεξίας την καθιστά δύσκολη στο να διαγνωστεί. Αρμόδια για τη διαγνωστική αξιολόγηση είναι τα Κ.Ε.Δ.Α.Σ.Υ. (Κέντρα Διάγνωσης Αξιολόγησης Συμβουλευτικής και Υποστήριξης ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες). Η διάγνωση της δυσλεξίας γίνεται συνήθως στο τέλος της Α’ ή Β’ Δημοτικού, ώστε να έχει ολοκληρωθεί ο μηχανισμός ανάγνωσης και γραφής του παιδιού, ενώ η πρώιμη διάγνωση είναι πολύ σημαντική για τη βελτίωση των δυσκολιών των παιδιών. Η διαγνωστική αξιολόγηση βασίζεται στην εκτίμηση των συμπτωμάτων, της νοητικής εικόνας του παιδιού και στον αποκλεισμό άλλων διαταραχών. Ειδικότερα, χρειάζεται το γενικό ιστορικού του παιδιού (π.χ. τοκετός), εκτίμηση παιδοψυχιάτρου για τη σωματική και ψυχιατρική υγεία του παιδιού, τεστ νοημοσύνης, αξιολόγηση της ανάπτυξης του λόγου από λογοθεραπευτή, και αξιολόγηση γνωστικών δεξιοτήτων από ειδικό παιδαγωγό.

Μία διαγνωστική μέθοδος που εντοπίζει με ακρίβεια τις δυσκολίες μάθησης είναι το Αθηνά-Τεστ. Το συγκεκριμένο τεστ, απευθύνεται σε μαθητές ηλικίας 5-9 ετών, αλλά μπορεί να χορηγηθεί και σε μεγαλύτερα παιδιά, ενώ είναι το πρώτο σταθμισμένο τεστ μαθησιακών δυσκολιών στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα πολυθεματικό τεστ ενδοατομικής αξιολόγησης, δίνοντας μία αναλυτική εικόνα για την αντιληπτική, νοητική και ψυχογλωσσική ικανότητα του παιδιού. Άλλες γνωστές μέθοδοι είναι: το Ariston τεστ, όπου είναι μια καινοτόμος μέθοδος που εντοπίζει τον τύπο του μαθητή (ακουστικός, οπτικός, λεκτικός κ.α.) και απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 9-16 ετών, καθώς και το Dast τεστ, όπου απευθύνεται σε ενήλικες και αξιολογεί την αναγνωστική, ορθογραφική και γραπτή ικανότητά τους.

 

Παρεμβάσεις

δυσλεξια 4

Η δυσλεξία ως μία ειδική μαθησιακή δυσκολία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας. Σημαντική λοιπόν πρόκληση των εκπαιδευτικών είναι η προσαρμογή του μαθήματος στις ανάγκες όλων των μαθητών και η χρήση μεθόδων που βοηθούν στην κατάκτηση της γνώσης, στα πλαίσια της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης, όπου περιλαμβάνει παιδιά τυπικής ανάπτυξης, αλλά και παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Ο ίδιος ο εκπαιδευτικός καλείται να σχεδιάσει τη διδακτέα ύλη, το υλικό και το περιεχόμενο με τέτοιον τρόπο, ώστε να επωφελούνται οι μαθητές με διαφορετικά στυλ μάθησης. Η παρέμβαση πρέπει να στοχεύει τόσο στην ενίσχυση της οπτικής και ακουστικής ικανότητας, όσο και στις γνωστικές ικανότητες του παιδιού.

 

Συμπεράσματα

Η σωστή αντιμετώπιση της δυσλεξίας χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μαθησιακής παρέμβασης, το οποίο θα πρέπει να εμπλουτίζεται συνεχώς με ποικίλες και πολυαισθητηριακές δραστηριότητες και να επαναξιολογείται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Σε ένα λοιπόν συνεχώς μεταβαλλόμενο σχολικό περιβάλλον, τα μέλη του σχολικού πλαισίου πρέπει να είναι σε συνεχή ενημέρωση και εγρήγορση για την αναπροσαρμογή της μαθησιακής διαδικασίας στα σημερινά δεδομένα, με σκοπό την αποτελεσματική κατάκτηση της γνώσης.

 

Γράφει: η Αδαμαντία Μωραΐτη (PhD, MSc, MEd), Ερευνήτρια Νευροεπιστημών και Ψυχολογίας, Ειδική Θεραπεύτρια παιδιών και εφήβων, μέλος της Διεπιστημονικής ομάδας στα κέντρα Ειδικών Θεραπειών ΛΟΓΟΣΥΝΘΕΣΗ

 

 

Πηγές

Αγαλιώτης, Ι. (2012). Εκπαιδευτική αξιολόγηση μαθητών με δυσκολίες μάθησης και προσαρμογής. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.

American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). American Psychiatric Publishing.

Κρίβας, Σ. (2007). Παιδαγωγική Επιστήμη: Βασική Θεματική. Αθήνα: Gutenberg.

Ματσαγγούρας, Η. (1997). Στρατηγικές διδασκαλίας. Από την πληροφόρηση στην κριτική σκέψη. Αθήνα: Gutenberg.

Παντελιάδου, Σ. (2011). Μαθησιακές δυσκολίες και εκπαιδευτική πράξη: Τι και γιατί. Αθήνα: Πεδίο.

Πολυχρόνη, Φ., Χατζηχρήστου, Χ., & Μπίμπου, Α. (2006). Ειδικές μαθησιακές δυσκολίες-Δυσλεξία. Ταξινόμηση, αξιολόγηση, παρέμβαση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πόρποδας, Κ. (1997). Δυσλεξία. Η ειδική διαταραχή στη μάθηση του γραπτού λόγου. Αθήνα: Gutenberg.

Πόρποδας, Κ. (2003). Η μάθηση και οι δυσκολίες της (Γνωστική Προσέγγιση). Πάτρα: Έκδοση.