Η αρθρωτική διαταραχή αναφέρεται στη λανθασμένη παραγωγή των ήχων της ομιλίας με αποτέλεσμα η ομιλία του παιδιού να αντιστοιχεί σε ένα παιδί μικρότερης ηλικίας και είναι αρκετά συχνό φαινόμενο σε παιδιά κυρίως προσχολικής, αλλά και πρώτης σχολικής ηλικίας. Στην απλή αρθρωτική διαταραχή ένα παιδί με φυσιολογικό νοητικό δυναμικό και τυπική γλωσσική και νευρολογική ανάπτυξη αδυνατεί να αρθρώσει έναν ή περισσότερους ήχους στην ομιλία του, όπως θα ήταν αναμενόμενο σύμφωνα με τη χρονολογική του ηλικία.
Η λανθασμένη άρθρωση μπορεί να οφείλεται είτε στη λανθασμένη τοποθέτηση των αρθρωτών (π.χ. της γλώσσας, των χειλιών ή των δοντιών) είτε σε μια δομική ανωμαλία (π.χ. κοντός χαλινός, χασμοδοντία).
Στη διαταραχή άρθρωσης παρουσιάζονται χαρακτηριστικά στην ομιλία του παιδιού, όπως:
Παραλείψεις, στις οποίες ένας ήχος παραλείπεται (π.χ. «ρόδα» → «όδα»)
Αντικαταστάσεις, στις οποίες ένας ήχος αντικαθίσταται από έναν άλλο (π.χ. «νερό» → «νελό»)
Ενθέσεις, στις οποίες ένας ήχος ή και μια συλλαβή τοποθετείται επιπλέον μέσα στη λέξη (π.χ. «τρένο» → «τερένο»)
Αλλοιώσεις, στις οποίες ένας ήχος παράγεται αλλοιωμένος μέσα στη λέξη («λουλούδι» → «γιουγιούδι»).
Ο σκοπός του λογοθεραπευτή είναι αρχικά η λεπτομερής αξιολόγηση των δυσκολιών του παιδιού. Στη συνέχεια θα οργανώσει το κατάλληλο εξατομικευμένο θεραπευτικό πρόγραμμα με τελικό στόχο την παραγωγή καταληπτής ομιλίας και κατά συνέπεια της αποτελεσματικής επικοινωνίας του παιδιού με το ευρύτερο περιβάλλον του και την αποφυγή μαθησιακών προβλημάτων στο σχολείο.



