δυσλεξια 1

Γνωρίζοντας τη Δυσλεξία

Η ΔΥΣΛΕΞΙΑ είναι η πιο κοινή από τις ειδικές μαθησιακές δυσκολίες.

δυσλεξια 1

Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, σε μαθητές που:

 

α) έχουν νοητικό δυναμικό κατώτερο από τον μέσο όρο, με αποτέλεσμα οι επιδόσεις τους να είναι κατώτερες από τυπικά παιδιά.

Σε αυτήν την περίπτωση, γίνεται λόγος για γενικές μαθησιακές δυσκολίες και θεωρείται ότι οφείλονται κυρίως σε εξωγενείς παράγοντες, ενώ μπορεί να παίζει ρόλο και το χαμηλό IQ ή οι σημαντικές αισθητηριακές και εγκεφαλικές βλάβες,
 

β) δεν έχουν σοβαρή νοητική έκπτωση, αλλά εμφανίζουν δυσκολίες σε κάποιους τομείς, όπως ανάγνωση, γραφή, αριθμητική κ.α.

Σε αυτήν την περίπτωση, γίνεται λόγος για ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, ενώ θεωρείται ότι οφείλονται κυρίως σε νευρολογικά αίτια. Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία (DSM-5, 2013), οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες είναι η ειδική διαταραχή της ανάγνωσης (δυσλεξία), η ειδική διαταραχή της ορθογραφίας (δυσορθογραφία), η ειδική διαταραχή αριθμητικών ικανοτήτων (δυσαριθμησία) και η μικτή διαταραχή σχολικών ικανοτήτων.
 

 

 

Δυσλεξία

Είδη δυσλεξίας

Η δυσλεξία διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: την επίκτητη και την ειδική ή εξελικτική.

Η επίκτητη χαρακτηρίζεται από δυσκολία του ατόμου στον γραπτό λόγο, επειδή οι ικανότητες ανάγνωσης, γραφής και ορθογραφίας χάθηκαν λόγω εγκεφαλικού τραυματισμού.
Η ειδική δυσλεξία, χαρακτηρίζεται σε οπτική και ακουστική. Οι μαθητές με οπτική δυσλεξία δυσκολεύονται να μάθουν μέσω της οπτικής οδού, μπερδεύουν λέξεις ή γράμματα που μοιάζουν μεταξύ τους και δυσκολεύονται να διαβάσουν ολιστικά. Επίσης, παρουσιάζουν δυσκολίες στη φωνητική, στη φωνολογία και στην ορθογραφία. Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά που εμφανίζουν ακουστική δυσλεξία δυσκολεύονται να γράψουν με υπαγόρευση ένα κείμενο, ενώ δυσκολεύονται στη διάκριση και στην αναπαραγωγή ακουστικών ήχων. Ακόμα, δεν μπορούν να αντιληφθούν τις ομοιότητες των αρχικών και των τελικών ήχων των λέξεων, όπως για παράδειγμα, αδυνατούν να κατανοήσουν το διπλό ήχο στο συμφωνικό σύμπλεγμα «κλαίει και διαβάζει».
 

 

Αιτιολογία

Η προσπάθεια για την εύρεση των αιτιών της εμφάνισης της δυσλεξίας είναι αρκετά δύσκολη. Πολλοί ερευνητές έχουν δώσει διαφορετικούς λόγους εμφάνισης της διαταραχής, αλλά οι περισσότεροι συναινούν στο ότι υπάρχει βιολογική βάση. Επικρατέστερες απόψεις έχουν να κάνουν με:

δυσλεξια 2

 
γενετικές ανωμαλίες, καθώς η κληρονομικότητα ίσως παίζει κάποιο ρόλο.
ελλείμματα στη γνωστική, γλωσσική και αντιληπτική επεξεργασία.
 

Συχνότητα

Όσον αφορά τη συχνότητα της διαταραχής, αυτή φαίνεται να κυμαίνεται σε ένα ποσοστό 8-10% των παιδιών της σχολικής ηλικίας. Στην Ελλάδα η δυσλεξία εκτιμάται σε ένα ποσοστό 3-4% στο σχολικό πληθυσμό ηλικίας 6-18 ετών. Επίσης, φαίνεται ότι εμφανίζεται περισσότερο στα αγόρια σε αναλογία 4 προς 1, σε σχέση με τα κορίτσια.

 

Συμπτωματολογία

Το δυσλεκτικό παιδί διαθέτει φυσιολογική νοημοσύνη, αλλά παρουσιάζει δυσκολίες στην ανάγνωση γραφή και αριθμητική.

δυσλεξια 3

Συγκεκριμένα:

Στον προφορικό λόγο παρουσιάζει φτωχό λεξιλόγιο και το γραπτό του κείμενο χαρακτηρίζεται από φτωχή δομή.
Παραλείπει λέξεις, ρήματα και κομπιάζει στην ομιλία του.
Αργεί να διαβάσει και δε διαθέτει την κατάλληλη αναγνωστική αποκωδικοποίηση και ευχέρεια.
Παραλείπει γράμματα μέσα σε λέξεις, κάνει αναγραμματισμούς, συγχέει γράμματα που οπτικά μοιάζουν (π.χ. «α» αντί «ο», το «β» αντί «φ»).
Παρουσιάζει καθρεπτική γραφή (π.χ. γράφει «3» αντί για «Ε») και εμφανίζει προβλήματα τονισμού.
Δυσκολεύεται στην κατανόηση της καταληκτικής ορθογραφίας και παρουσιάζει προβλήματα στον συλλαβικό χωρισμό των λέξεων.
Παρουσιάζει δυσκολίες στον χωρο-χρονικό προσανατολισμό. Συγχέει το αριστερό με το δεξί, δυσκολεύεται να μάθει την ώρα και να προσανατολιστεί στον χώρο.
Παρουσιάζει δυσκολία στη μνήμη, όσον αφορά σε προφορικές εντολές, αλλά και σε οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα. Συχνά, ξεχνάει να τελειώσει τις εργασίες που του ανατίθενται στο σπίτι.
 

Ωστόσο, τα άτομα με δυσλεξία φαίνεται να διαθέτουν φαντασία, χιούμορ και μεγάλη επινοητικότητα, ενώ έχουν έφεση στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και διαθέτουν καλή αντίληψη.

 

Διάγνωση

Η πολύπλευρη φύση της δυσλεξίας την καθιστά δύσκολη στο να διαγνωστεί. Αρμόδια για τη διαγνωστική αξιολόγηση είναι τα Κ.Ε.Δ.Α.Σ.Υ. (Κέντρα Διάγνωσης Αξιολόγησης Συμβουλευτικής και Υποστήριξης ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες). Η διάγνωση της δυσλεξίας γίνεται συνήθως στο τέλος της Α’ ή Β’ Δημοτικού, ώστε να έχει ολοκληρωθεί ο μηχανισμός ανάγνωσης και γραφής του παιδιού, ενώ η πρώιμη διάγνωση είναι πολύ σημαντική για τη βελτίωση των δυσκολιών των παιδιών. Η διαγνωστική αξιολόγηση βασίζεται στην εκτίμηση των συμπτωμάτων, της νοητικής εικόνας του παιδιού και στον αποκλεισμό άλλων διαταραχών. Ειδικότερα, χρειάζεται το γενικό ιστορικού του παιδιού (π.χ. τοκετός), εκτίμηση παιδοψυχιάτρου για τη σωματική και ψυχιατρική υγεία του παιδιού, τεστ νοημοσύνης, αξιολόγηση της ανάπτυξης του λόγου από λογοθεραπευτή, και αξιολόγηση γνωστικών δεξιοτήτων από ειδικό παιδαγωγό.

Μία διαγνωστική μέθοδος που εντοπίζει με ακρίβεια τις δυσκολίες μάθησης είναι το Αθηνά-Τεστ. Το συγκεκριμένο τεστ, απευθύνεται σε μαθητές ηλικίας 5-9 ετών, αλλά μπορεί να χορηγηθεί και σε μεγαλύτερα παιδιά, ενώ είναι το πρώτο σταθμισμένο τεστ μαθησιακών δυσκολιών στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα πολυθεματικό τεστ ενδοατομικής αξιολόγησης, δίνοντας μία αναλυτική εικόνα για την αντιληπτική, νοητική και ψυχογλωσσική ικανότητα του παιδιού. Άλλες γνωστές μέθοδοι είναι: το Ariston τεστ, όπου είναι μια καινοτόμος μέθοδος που εντοπίζει τον τύπο του μαθητή (ακουστικός, οπτικός, λεκτικός κ.α.) και απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 9-16 ετών, καθώς και το Dast τεστ, όπου απευθύνεται σε ενήλικες και αξιολογεί την αναγνωστική, ορθογραφική και γραπτή ικανότητά τους.

 

Παρεμβάσεις

δυσλεξια 4

Η δυσλεξία ως μία ειδική μαθησιακή δυσκολία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας. Σημαντική λοιπόν πρόκληση των εκπαιδευτικών είναι η προσαρμογή του μαθήματος στις ανάγκες όλων των μαθητών και η χρήση μεθόδων που βοηθούν στην κατάκτηση της γνώσης, στα πλαίσια της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης, όπου περιλαμβάνει παιδιά τυπικής ανάπτυξης, αλλά και παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Ο ίδιος ο εκπαιδευτικός καλείται να σχεδιάσει τη διδακτέα ύλη, το υλικό και το περιεχόμενο με τέτοιον τρόπο, ώστε να επωφελούνται οι μαθητές με διαφορετικά στυλ μάθησης. Η παρέμβαση πρέπει να στοχεύει τόσο στην ενίσχυση της οπτικής και ακουστικής ικανότητας, όσο και στις γνωστικές ικανότητες του παιδιού.

 

Συμπεράσματα

Η σωστή αντιμετώπιση της δυσλεξίας χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μαθησιακής παρέμβασης, το οποίο θα πρέπει να εμπλουτίζεται συνεχώς με ποικίλες και πολυαισθητηριακές δραστηριότητες και να επαναξιολογείται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Σε ένα λοιπόν συνεχώς μεταβαλλόμενο σχολικό περιβάλλον, τα μέλη του σχολικού πλαισίου πρέπει να είναι σε συνεχή ενημέρωση και εγρήγορση για την αναπροσαρμογή της μαθησιακής διαδικασίας στα σημερινά δεδομένα, με σκοπό την αποτελεσματική κατάκτηση της γνώσης.

 

Γράφει: η Αδαμαντία Μωραΐτη (PhD, MSc, MEd), Ερευνήτρια Νευροεπιστημών και Ψυχολογίας, Ειδική Θεραπεύτρια παιδιών και εφήβων, μέλος της Διεπιστημονικής ομάδας στα κέντρα Ειδικών Θεραπειών ΛΟΓΟΣΥΝΘΕΣΗ

 

 

Πηγές

Αγαλιώτης, Ι. (2012). Εκπαιδευτική αξιολόγηση μαθητών με δυσκολίες μάθησης και προσαρμογής. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.

American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). American Psychiatric Publishing.

Κρίβας, Σ. (2007). Παιδαγωγική Επιστήμη: Βασική Θεματική. Αθήνα: Gutenberg.

Ματσαγγούρας, Η. (1997). Στρατηγικές διδασκαλίας. Από την πληροφόρηση στην κριτική σκέψη. Αθήνα: Gutenberg.

Παντελιάδου, Σ. (2011). Μαθησιακές δυσκολίες και εκπαιδευτική πράξη: Τι και γιατί. Αθήνα: Πεδίο.

Πολυχρόνη, Φ., Χατζηχρήστου, Χ., & Μπίμπου, Α. (2006). Ειδικές μαθησιακές δυσκολίες-Δυσλεξία. Ταξινόμηση, αξιολόγηση, παρέμβαση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πόρποδας, Κ. (1997). Δυσλεξία. Η ειδική διαταραχή στη μάθηση του γραπτού λόγου. Αθήνα: Gutenberg.

Πόρποδας, Κ. (2003). Η μάθηση και οι δυσκολίες της (Γνωστική Προσέγγιση). Πάτρα: Έκδοση.

personality disorder 1

Γνωρίζοντας την Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας (Borderline Personality Disorder)

personality disorder 1

Οι διαταραχές της προσωπικότητας (PD) είναι μία κατηγορία ψυχικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από ακατάλληλα πρότυπα συμπεριφοράς, γνώσεων και εσωτερικών εμπειριών και παρουσιάζονται σε διάφορα πλαίσια, ενώ αποκλίνουν από τα πλαίσια που είναι ευρύτερα αποδεκτά.

Οι διαταραχές της προσωπικότητας αποτελούν τις συχνότερες ψυχιατρικές διαγνώσεις, καθώς διαγιγνώσκονται στο 40-60% των ψυχιατρικών ασθενών.

Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ψυχιατρική ταξινόμηση της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (DSM-5), τα τέσσερα κοινά χαρακτηριστικά όπου εμφανίζονται στις διαταραχές προσωπικότητας είναι:

Δυσλειτουργικό πρότυπο σκέψης
Δυσλειτουργικές συναισθηματικές αντιδράσεις
Προβληματική διαχείριση των παρορμήσεων (υπερ ή υποαντιδραστικότητα στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα)
Δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις

Με βάση τον συνδυασμό των τεσσάρων προηγούμενων χαρακτηριστικών προκύπτουν 10 διαφορετικά είδη διαταραχών προσωπικότητας που περιγράφονται στο DSM-5, τα οποία ομαδοποιούνται σε τρεις κατηγορίες με βάση κοινά χαρακτηριστικά για την κάθε κατηγορία.

Η πρώτη κατηγορία χαρακτηρίζεται από παραξενιά και εκκεντρικότητα. Περιλαμβάνει την παρανοειδή, σχιζοειδή και σχιζότυπη διαταραχή.
Η δεύτερη κατηγορία χαρακτηρίζεται από εκδραμάτιση, συναισθηματική ένταση, ευερεθιστικότητα και προκλητικότητα. Περιλαμβάνει την οριακή διαταραχή προσωπικότητας, τη ναρκισσιστική διαταραχή, την οιστριονική και την αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας.
Η τρίτη κατηγορία χαρακτηρίζεται από άγχος και φοβικότητα. Περιλαμβάνει την αποφευκτική, την εξαρτητική και την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.

Συχνά ένα άτομο μπορεί να διαγνωστεί με περισσότερες από μία διαταραχές προσωπικότητας.

Μεταιχμιακή (Οριακή) Διαταραχή της προσωπικότητας

personal disorder 2

Τα άτομα με οριακή διαταραχή προσωπικότητας είναι ασταθή σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των διαπροσωπικών σχέσεων, της συμπεριφοράς, της διάθεσης και της εικόνας του εαυτού. Αυτά τα άτομα παρουσιάζουν γενικά μεγάλη δυσκολία με την αίσθηση της δικής τους ταυτότητας. Συχνά βιώνουν τον κόσμο στα δύο αντίθετα άκρα, αντιμετωπίζοντας τις καταστάσεις, είτε ως “όλα καλά”, είτε ως “όλα κακά”. Μελέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν δείξει ότι τα ποσοστά επικράτησης για την οριακή διαταραχή προσωπικότητας κυμαίνονται μεταξύ 0,5% και 1,4% του συνολικού πληθυσμού. Αίτια Τα αίτια της οριακής διαταραχής της προσωπικότητας είναι περίπλοκα και δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί πλήρως. Γενετικοί, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης της συγκεκριμένης διαταραχής. Ειδικότερα, μελέτες έχουν επικεντρωθεί στο οικογενειακό ιστορικό διαταραχών της διάθεσης και στην κατάχρηση ουσιών σε άλλα μέλη της οικογένειας. Σύμφωνα επίσης με άλλες έρευνες, τα άτομα με οριακή διαταραχή προσωπικότητας παρουσιάζουν λειτουργικές και δομικές αλλαγές σε μέρη του εγκεφάλου που σχετίζονται με τις παρορμήσεις και τη διαχείριση των συναισθημάτων. Τέλος, το περιβάλλον φαίνεται να παίζει και αυτό ρόλο στην εμφάνιση της διαταραχής, όπως η έκθεση σε τραυματικές εμπειρίες κατά την παιδική ηλικία. Συμπτώματα Τα πιο συχνά συμπτώματα της οριακής διαταραχής είναι τα εξής: Παρορμητικές και ασταθείς συμπεριφορές στις διαπροσωπικές σχέσεις. Εξιδανίκευση προσώπων (φίλοι, ερωτικοί σύντροφοι ή μέλη της οικογένειας). Έντονη απογοήτευση και ξεσπάσματα θυμού. Αλλαγές στη διάθεση με περιόδους έντονης καταθλιπτικής διάθεσης και ευερεθιστότητας. Αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ή απόπειρες αυτοκτονίας. Χρόνια πλήξη και αίσθημα κενού. Υπερβολικές δαπάνες, σεξουαλικές συναναστροφές, χρήση ουσιών, υπερφαγία. Απεγνωσμένες προσπάθειες για αποφυγή εγκατάλειψης. Παρανοϊκές σκέψεις, ψευδαισθήσεις ή προσωρινή ψύχωση. Διάγνωση Η οριακή διαταραχή προσωπικότητας διαγιγνώσκεται από επαγγελματίες ψυχικής υγείας μετά από ολοκληρωμένη ψυχιατρική συνέντευξη. Η συγκεκριμένη διαδικασία περιλαμβάνει πλήρες ιατρικό ιστορικό, συνεντεύξεις με φίλους και οικογένεια, καθώς και εξέταση ύπαρξης συννοσηρότητας. Θεραπεία Η μακροχρόνια ψυχοθεραπεία είναι η κύρια και πιο αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας για την οριακή διαταραχή. Η θεραπεία επικεντρώνεται στην εξάλειψη των ελαττωματικών μοντέλων σκέψης και στη διδασκαλία νέων, στη βελτίωση των διαπροσωπικών σχέσεων και στη διαχείριση των συναισθημάτων. Οι ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι περιλαμβάνουν: Γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (CBT). Η CBT βοηθά τα άτομα να αναγνωρίσουν βασικές δυσλειτουργικές πεποιθήσεις ή/και συμπεριφορές τους, με σκοπό την εξάλειψή τους και τη διαμόρφωση νέων αντιλήψεων και συμπεριφορών. Η CBT μπορεί να συμβάλει στη μείωση συμπτωμάτων διάθεσης και άγχους και στη μείωση των αυτοκτονικών ή αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών. Διαλεκτική συμπεριφορική θεραπεία (DBT). Η διαλεκτική συμπεριφορική θεραπεία είναι η ψυχοθεραπεία που φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματική στη θεραπεία της οριακής διαταραχής της προσωπικότητας. Συνδυάζει γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία με ανατολική φιλοσοφία και παραδόσεις. Η DBT βοηθά τα άτομα να αποκτήσουν δεξιότητες για να ελέγξουν τα συναισθήματά τους, μειώνει τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και βελτιώνει τις διαπροσωπικές σχέσεις. Θεραπεία σχημάτων.Αυτός ο τύπος θεραπείας συνδυάζει στοιχεία της CBT με άλλες μορφές ψυχοθεραπείας. Εστιάζει στα σταθερά μοτίβα που το άτομο επαναλαμβάνει στη ζωή του και που του προκαλούν δυσκολία σε σημαντικούς τομείς, όπως είναι η αυτό-εκτίμηση, η συναισθηματική αυτονομία, οι διαπροσωπικές του σχέσεις κ.α. Ο ρόλος της φαρμακοθεραπείας στη θεραπεία της οριακής διαταραχής προσωπικότητας είναι περιορισμένος. Η φαρμακοθεραπεία πρέπει να βασίζεται στα συμπτώματα της διαταραχής και να συνδυάζεται με ταυτόχρονη ψυχοθεραπεία. Αντικαταθλιπτικά φάρμακα μπορεί να συνταγογραφηθούν για την ταυτόχρονη θεραπεία σχετικών παθήσεων, όπως άγχος και κατάθλιψη, όπως επίσης και αντιψυχωσικά ή σταθεροποιητές της διάθεσης. Συμπεράσματα Παρότι η οριακή διαταραχή προσωπικότητας είναι μια δια βίου ψυχολογική κατάσταση που έχει αρνητικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της ζωής του ατόμου, φαίνεται πως η ψυχοθεραπεία συμβάλει αισθητά στις αλλαγές τις συμπεριφοράς και στη διαχείριση των συναισθημάτων των ατόμων, με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους. Γράφει: η Αδαμαντία Μωραΐτη (PhD, MSc, MEd), Ερευνήτρια Νευροεπιστημών και Ψυχολογίας, Ειδική Θεραπεύτρια παιδιών και εφήβων, μέλος της Διεπιστημονικής ομάδας στα κέντρα Ειδικών Θεραπειών ΛΟΓΟΣΥΝΘΕΣΗ Πηγές Amad, A., Ramoz, N., Thomas, P., Jardri, R. & Gorwood, P. (2014). Genetics of borderline personality disorder: systematic review and proposal of an integrative model. Neuroscience Biobehavioral Reviews, 40. 6–19. American Psychiatric Association (2013). Personality disorders. diagnostic and statistical manual of mental disorders. World Psychiatry, 14. 645–84. Bjorkenstam, C., Bjorkenstam, E., Gerdin, B. & Ekselius, L. (2015). Excess cause-specific mortality in out-patients with personality disorder. BJPsych Open, 1. 54–5. Foxhall, M., Hamilton-Giachritsis, C. & Button, K. (2019). The link between rejection sensitivity and borderline personality disorder: A systematic review and metaanalysis. British Journal of Clinical Psychology, 58(3). 289-326. Grant, J. E., Mooney, M. E. & Kushner, M. G. (2012). Prevalence, correlates, and comorbidity of DSM-IV obsessive-compulsive personality disorder: results from the national epidemiologic survey on alcohol and related conditions. Journal of Psychiatric Research, 46(4). 469-75.

gianna_sergi1

Η ιστορία της Βιρτζίνια Ο ’Χάνλον

Σε όλες/ους τις/τους νηπιαγωγούς της 2ης θέσης ΣΕ Α΄ Αθήνας
με την αγάπη και τη σκέψη μου
Γιάννα Σέργη
Δεκέμβριος 2023

gianna_sergi1

Πριν εκατό περίπου χρόνια ζούσε ένα οκτάχρονο κοριτσάκι που το έλεγαν Βιρτζίνια. Η Βιρτζίνια,
σαν όλα τα μικρά παιδιά του κόσμου, πίστευε βαθιά στον Άγιο Βασίλη κι αυτός κάθε
Πρωτοχρονιά της έφερνε τα δώρα της με τους γνωστούς τρόπους. Η πίστη της ήταν ακλόνητη.
Εξάλλου, ακόμα και η πιο έγκυρη εφημερίδα της πόλης, που διάβαζε ο μπαμπάς της,
η New York Sun, είχε κάθε χρόνο αφιερώματα στον άγιο Βασίλη, περίτρανη απόδειξη ότι υπήρχε.
Μια μέρα όμως άκουσε από κάποιους φίλους της ότι ο άγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Ρώτησε τον
πατέρα της, αλλά δεν ήξερε να της απαντήσει κι έτσι την παρότρυνε να απευθυνθεί στον
αρχισυντάκτη της έγκριτης εφημερίδας και να τον ρωτήσει. Η μικρή Βιρτζίνια πήρε μολύβι και
χαρτί κι έγραψε:
«Αγαπητέ αρχισυντάκτη, είμαι οκτώ ετών. Ορισμένοι φίλοι μου πιστεύουν πως δεν υπάρχει ο άγιος
Βασίλης. Ο πατέρας μου λέει πως αν γράφει γι’ αυτόν η Sun, σημαίνει ότι υπάρχει! Σας παρακαλώ,
πείτε μου την αλήθεια. Υπάρχει πράγματι ο άγιος Βασίλης;»
Ο αρχισυντάκτης απάντησε αμέσως στη Βιρτζίνια. Η απάντησή του, όπως και το γράμμα της
μικρής, έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και συμπεριλαμβάνονται στην υποχρεωτική ύλη
των μαθημάτων σε Σχολές Δημοσιογραφίας, σε τμήματα Σχολών Ψυχολογίας, σε παιδαγωγικά
τμήματα Πανεπιστημίων καθώς και σε Σχολές Γονέων.
Ο αρχισυντάκτης απάντησε ως εξής:
«Βιρτζίνια, οι μικροί σου φίλοι κάνουν λάθος, καθώς πιστεύουν μονάχα αυτά που βλέπουν. Θεωρούν
ότι τίποτα δεν υπάρχει αν δεν μπορούν να το αντιληφθούν με το μυαλό τους. Όμως, σε τούτο το
τεράστιο σύμπαν ο άνθρωπος είναι τόσο μικρός όσο ένα έντομο, όσον αφορά την ικανότητά του να
αντιλαμβάνεται όλη τη γνώση και την αλήθεια που υπάρχει στον απέραντο κόσμο γύρω του.
Ναι, Βιρτζίνια, ο άγιος Βασίλης υπάρχει. Υπάρχει με την ίδια βεβαιότητα που υπάρχουν η αγάπη, η
αφοσίωση, η γενναιοδωρία και καθετί που χαρίζει στη ζωή μας ομορφιά και ευτυχία. Αλίμονο! Πόσο
μουντός θα ήταν ο κόσμος αν δεν υπήρχε ο Άγιος Βασίλης! Θα ήταν τόσο μουντός, όσο αν δεν
υπήρχαν και οι Βιρτζίνιες. Δε θα υπήρχε η αγνή πίστη των παιδιών, ούτε η ποίηση, ούτε ο
ρομαντισμός, που κάνουν τη ζωή μας πιο όμορφη.
Μπορεί να καταφέρεις να πείσεις τον πατέρα σου να προσλάβει ανθρώπους να παρακολουθούν όλες
τις καμινάδες την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, για να πιάσουν τον άγιο Βασίλη. Αλλά, ακόμα και
αν δεν τον δουν να κατεβαίνει στις καμινάδες, τι θα αποδείκνυε αυτό; Κανείς δε βλέπει τον άγιο
Βασίλη, αλλά αυτό δεν αποτελεί ένδειξη ότι δεν υπάρχει.
Τα πιο αληθινά πράγματα στον κόσμο είναι εκείνα τα οποία ούτε τα παιδιά ούτε οι μεγάλοι μπορούν
να τα δουν. Είδες ποτέ νεράιδες να χορεύουν στα λιβάδια; Φυσικά και όχι, αλλά αυτό δεν
αποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν. Κανείς δεν μπορεί να αντιληφθεί ή να φανταστεί όλα εκείνα τα
θαύματα του κόσμου που είναι αόρατα.
Μπορείς να χωρίσεις τα μέρη μιας παιδικής κουδουνίστρας και να δεις τι είναι εκείνο που προκαλεί
τον ήχο, αλλά υπάρχει ένα πέπλο που καλύπτει τον αόρατο κόσμο, το οποίο ούτε ο πιο δυνατός
άνθρωπος δε θα μπορούσε να το τραβήξει.
Μονάχα η πίστη, η φαντασία, η ποίηση, η αγάπη, ο ρομαντισμός μπορούν να τραβήξουν το πέπλο
τούτο, ώστε να δεις και να αντιληφθείς τη μαγική ομορφιά και το μεγαλείο που βρίσκονται από
κάτω. Άραγε είναι όλα πραγματικά; Α, Βιρτζίνια, στον κόσμο αυτό δεν υπάρχει τίποτε αληθινό και
μόνιμο. Δόξα τω Θεώ! Ο άγιος Βασίλης υπάρχει! Ζει και θα ζει για πάντα φέρνοντας τη χαρά στις
καρδιές των μικρών παιδιών!”
Όσα χρόνια κι αν πέρασαν από την αληθινή ιστορία της Βιρτζίνια κι όσα ακόμα θα
περάσουν, το ερώτημα για την ύπαρξη ή όχι του άγιου Βασίλη θα επανέρχεται σε κάθε παιδί του
κόσμου. Το ζήτημα είναι αν οι γονείς και οι παιδαγωγοί πρέπει να απαντούν όπως ο
αρχισυντάκτης της New York Sun πριν εκατό χρόνια ή διαφορετικά, δεδομένου ότι οι καιροί
έχουν αλλάξει φέρνοντας νέες αντιλήψεις, νέες τεχνολογίες, νέους τρόπους ζωής στο παγκόσμιο
χωριό μας. Μέσα σ’ αυτό το νέο πλαίσιο υπάρχει τελικά ρόλος για τον παχουλό άγιο με τα
κόκκινα, με το γλυκό χαμόγελο, το βροντερό γέλιο και το σακούλι γεμάτο δώρα;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά «Ναι» για πολλούς λόγους, σύμφωνα με την ψυχολογία του
παιδιού.
Η πληθωρική φιγούρα του είναι για τα παιδιά, αλλά και για τους μεγάλους που έχουν κρατήσει
μέσα τους ζωντανό το παιδί, ένα σύμβολο χαράς, γενναιοδωρίας και αγάπης ανυστερόβουλης, που
προσφέρεται χωρίς όρους και χωρίς ανταλλάγματα. Η ανοιχτή αγκαλιά του, γνωστή έστω μέσω
των εικόνων και των μύθων που τον περιβάλλουν, και τα δώρα του, χειροπιαστή απόδειξη της
μεγάλης καρδιάς του, ασκούν θεραπευτική επίδραση στην ψυχή των παιδιών.
Ο άγιος Βασίλης αντιπροσωπεύει την έννοια του τρυφερού παππού, ένα σημείο αναφοράς για τα
παιδιά, που έχουν ανάγκη να ξέρουν ότι κάπου στον κόσμο υπάρχει ένα ζεστό καταφύγιο όπου όλες
οι ανησυχίες μπορούν να καταλαγιάσουν. Στις ανατολικές χώρες συμβολίζει και την εικόνα του
πατέρα, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτο, εφόσον ο πατέρας πολλές φορές απαγορεύει
και τιμωρεί. Μπορεί όμως να εκφράζει την εικόνα του ιδεατού-επιθυμητού πατέρα των πρώτων
παιδικών χρόνων που μόνο αγαπά και προστατεύει. Γι’ αυτό και ο άγιος Βασίλης δεν πρέπει σε
καμία περίπτωση να χρησιμοποιείται ως απειλή, να τον μεταμορφώνουμε δηλαδή σε τιμωρό που
δε θα φέρει δώρο, προκειμένου να σταματήσουμε έτσι μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά του παιδιού.
Συμβολίζει βεβαίως, για όλους τους ανθρώπους, το πανανθρώπινο δικαίωμα στην ελπίδα και στο
όνειρο, στην πίστη για την πραγματοποίηση του φαινομενικά απίθανου να συμβεί, καθώς και την
πίστη ότι κάποιος μπορεί να ακούει και να εκπληρώνει τις βαθύτερες επιθυμίες μας. Κάποιος που
είναι ανώτερος από τον άνθρωπο, μια ιερή και δυναμική παρουσία, που μπορεί να ακούει τις
προσευχές μας και να εργάζεται για το καλό μας. Δεν είναι τυχαίο ότι στη Φιλανδική Λαπωνία το
σπίτι του βρίσκεται στην πλαγιά του λόφου Korvatunturi που έχει το σχήμα αφτιού και σημαίνει
αφτί!
Σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα στην παιδοψυχολογία, η σκέψη του παιδιού της
προσχολικής και της πρωτοσχολικής ηλικίας είναι «μαγική», όπως αυτή του πρωτόγονου
ανθρώπου, ο οποίος, μη μπορώντας να κατανοήσει τα φαινόμενα και τα γεγονότα γύρω του,
απέδιδε σ’ αυτά μαγικές διαστάσεις και ανιμιστικές ερμηνείες. Κάπως έτσι δημιούργησε τους
μύθους και τα παραμύθια. Στην αναπτυξιακή αυτή φάση το παιδί κινείται πάνω στη γοητευτική
γραμμή που εκτείνεται ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Το έργο του παιδαγωγού
είναι να το βοηθήσει μεθοδικά και σταδιακά να δημιουργήσει μια σταθερή επαφή με την
πραγματικότητα και να κατακτήσει το λογικό τρόπο σκέψης διατηρώντας όμως μια υγιή επαφή
με τη φαντασία. Γιατί, χωρίς τη φαντασία δημιουργικών ανθρώπων είναι αποδεδειγμένο ότι δε θα
υπήρχαν τα θαυμαστά επιτεύγματα των θεωρητικών και των θετικών επιστημών και της
τεχνολογίας. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως λέει ο Άντλερ, ότι «ακριβώς οι άνθρωποι που
διαθέτουν πλούσια φαντασία και που ξέρουν να συνδυάζουν αργότερα τη φαντασία με την
πραγματικότητα, γίνονται ηγέτες της ανθρωπότητας».
Το μικρό παιδί έχει ανάγκη λοιπόν από συμβολισμούς, όπως αυτοί που περικλείονται στα
παραμύθια των λαών, όπου όλα είναι δυνατόν να συμβούν. Έχει ανάγκη από μυθικά σύμβολα
όπως αυτό του άγιου Βασίλη που, αν και σχετικά σύγχρονο δημιούργημα, υπακούει στις
ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού, γιατί είναι σύμφωνο με τον τρόπο που αυτό κατανοεί τον
κόσμο.
Και, όπως έγραφε ήδη από το 1780 ο Ρουσσώ στον «Αιμίλιο», «η παιδική ηλικία έχει τους δικούς
της τρόπους να βλέπει, να σκέπτεται, να αισθάνεται και τίποτα δεν είναι πιο παράλογο από το να
θέλουμε να τους αντικαταστήσουμε με τους δικούς μας». Πολλές από τις συγκρούσεις μεταξύ
παιδιών και ενηλίκων και οι δυσκολίες που προκύπτουν από αυτές στην ανάπτυξη, προέρχονται
από την άγνοια των ενηλίκων (δυστυχώς μη εξαιρουμένων και πολλών παιδαγωγών) ότι η
υποθετική πραγματικότητα που ζει το παιδί είναι γι’ αυτό η αλήθεια. Από την άγνοια των
ενηλίκων για τον τρόπο που σκέφτεται και αισθάνεται το παιδί, από την άγνοια των ανώτερων
αναγκών του, αυτών που βρίσκονται πάνω από τις βιολογικές.
Στην τραγικά απομυθοποιημένη εποχή μας, η παιδική ηλικία κοντεύει να χαθεί από το
σύγχρονο άνθρωπο μαζί με τη μαγική γλώσσα των συμβόλων. Κι αυτό οφείλεται εν πολλοίς στο
γενικό φαινόμενο της επιθυμίας για πρώιμη πνευματική ανάπτυξη του παιδιού.
«Πρώιμη πνευματική ανάπτυξη του παιδιού: ηχεί πολύ όμορφα!» παρατηρεί ο καθηγητής
Μερακλής, αλλά συνεχίζει κατηγορηματικός: «Όμως στην ουσία το γεγονός αυτό σημαίνει: πρώιμη
εγκατάλειψη της παιδικής ηλικίας. Κι αυτό, η προδοσία αυτή της παιδικής ηλικίας είναι, κατά τη
γνώμη μου, ένα από τα σοβαρότερα και επικινδυνότερα συμβάντα του πολιτισμού μας: μελλοντικές
δυστυχίες πιθανώς από εδώ, από το γεγονός αυτό θα αφορμώνται».
Μετά την πρωτοσχολική ηλικία περίπου, γιατί τα όρια δεν είναι ποτέ σαφή και ίδια
ακριβώς για όλα τα παιδιά, όταν κάποιο παιδί εκφράσει την απορία ή την αμφιβολία του για την
ύπαρξη του άγιου Βασίλη, μπορούμε να του πούμε την αλήθεια, αλλά με τρόπο που δε θα προδίδει
τον προηγούμενο εαυτό του, ούτε εμάς τους ίδιους, ούτε φυσικά τον άγιο Βασίλη. Ο ενδεδειγμένος
τρόπος είναι να εξηγήσουμε παιδαγωγικά την έννοια του συμβόλου. Άλλωστε, ο ίδιος μπορεί να
μην υπάρχει με τη μορφή που παρουσιάζεται στις γιορτές, αλλά υπάρχει πάντα ως συναίσθημα, ως
ιδέα, ως απέραντη αγάπη για τα παιδιά. Ταυτόχρονα, υπάρχει ως άγιος της Χριστιανοσύνης και,
μάλιστα, ως υπόδειγμα αγάπης και αλτρουισμού, το οποίο είναι σωστό να αναφέρουμε στα παιδιά.
Η δημιουργία λοιπόν μιας γέφυρας ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μύθο, όπως αυτή που
διαβαίνουν τα παιδιά, είναι απαραίτητη και σημαίνει τελικά ότι ο άγιος Βασίλης είναι αυτός που
κρατάμε στην καρδιά μας, ως η τέλεια εικόνα του καλού, δοτικού, ανυστερόβουλου και σοφού
γέροντα που ο καθένας μας θα ήθελε να γίνει. Η νοητική ανάπτυξη του παιδιού φέρνει την
κατάκτηση της αφηρημένης σκέψης, που το βοηθάει να διαχωρίσει κάποια στιγμή το σύμβολο
από το πρόσωπο. Η συζήτηση με το παιδί πρέπει να γίνει όμως σε κλίμα ασφάλειας και
τρυφερότητας και ο ενήλικας δεν πρέπει να προτρέχει, αλλά να αφήνει το παιδί να κατευθύνει την
κουβέντα, να το ακούει προσεκτικά για να καταλάβει πώς έχει διαμορφωθεί η σκέψη του και τι
ακριβώς θέλει να μάθει.
Η κατανόηση του συμβολισμού του άγιου Βασίλη μπορεί από δω και πέρα να συνδεθεί με τη
διά βίου ύπαρξή του, ως παρακαταθήκη αγάπης. Ένα δώρο στο παιδί που μεγάλωσε είναι πάντα
μια γλυκιά απόδειξη της ύπαρξης ανώτερων συναισθημάτων, ένα παράδειγμα και μια απόδειξη
της φροντίδας για τους άλλους, που μας κάνει καλύτερους και ευγενέστερους ανθρώπους. Είναι
μια συνεχής υποστήριξη της ιδέας του αγίου της καρδιάς μας, μια ενότητα με το παιδί μέσα μας,
μια τρυφερή ανάμνηση της παιδικής αθωότητας, ένα ηρεμιστικό παραμύθι που όλοι μας έχουμε
ανάγκη για να γαληνέψουμε, να ονειρευτούμε ξανά και να πιστέψουμε ότι τα απίθανα μπορούν να γίνουν πιθανά

gianna_sergi
parents

Λόγος στους Γονείς

To Nevronas.gr για ακόμα μια φορά έδωσε τον «Λόγο στους Γονείς» σε Ημερίδα στο ΕΚΠΑ

parents

Την Δευτέρα 22 Απριλίου διοργανώθηκε από το ΠΜΣ «Ειδική Αγωγή & Εκπαίδευση» του ΠΤΔΕ-ΕΚΠΑ σε συνεργασία με την κ. Χριστίνα Κοτρώνη, Ειδική Παιδαγωγός, Med, τον Σύλλογο Ελλάδας Συνδρόμου Phelan-McDermid, την Αμυμώνη, το “Ίδρυμα για το Παιδί Παμμακάριστος” και το nevronas.gr, ημερίδα με θέμα «Άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/και αναπηρία: Ο λόγος στους γονείς».

Το nevronas.gr ήταν εκεί, με συντονίστρια την Ειρήνη Συνανίδου, Μητέρα αυτιστικού ενήλικα – Παιδαγωγός προσχολικής ηλικίας και ομιλητές τους:
Γιάννης Κουρής, Πατέρας αυτιστικού αγοριού
Έλενα Αρβανίτη, Μητέρα αυτιστικού ενήλικα – Ηθοποιός
Γεωργία Μάλεση, κλινική ψυχολόγος.
Την επιμέλεια είχε η Πόπη Μάλεση, B.A, M.A Psychology.

Το πάνελ με θέμα την ψυχική ανθεκτικότητα των γονιών αυτιστικών παιδιών, κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού.

Στην ημερίδα που εμπνεύστηκε ο κ. Αλέξανδρος-Σταμάτιος Αντωνίου, Καθηγητής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, συμμετείχαν και οι κάτωθι ομιλητές

Σύλλογος Ελλάδας Συνδρόμου Phelan-McDermid
Ροδούλα Παπαφίγγου, Πρόεδρος-Μητέρα κοριτσιού με σύνδρομο Phelan-McDermid

Χριστίνα Όθωνος, Μητέρα κοριτσιού με σύνδρομο Rett

Δημήτρης Παπανικολάου. Διεθνής καθαλοσφαιριστής

Ανθή Σπυροπούλου-Τσίπου, μητέρα εκ γενετής τυφλής έφηβης με πρόσθετες αναπηρίες, Μέλος του Συλλόγου «Αμυμώνη»

Θεώνη Κουφονικολάκου, Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού και πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Συνηγόρων του Παιδιού (ENOC)

Χρήστος Μουρίκης πατέρας αγοριού με σύνδρομο Prader-Willi

Παιχνιδαγωγείο, Ιδιωτικό Δημοτικό Σχολείο
Γεωργία Μπέρτου, Λογοθεραπεύτρια
Κατερίνα Αλούπη, Λογοθεραπεύτρια-Παράλληλη Στήριξη
Μαριάννα Κυρίου, Ειδική Παιδαγωγός

Μαρίνα Χάιδα Μητέρα κοριτσιού τυπικής ανάπτυξης σε συμπεριληπτικό σχολείο
Ιωάννα Δασκαλάκη Μητέρα αγοριού τυπικής ανάπτυξης σε συμπεριληπτικό σχολείο

Μαίρη Κασαμπαλάκου Συγγραφέας
Παμμακάριστος, Ίδρυμα για το Παιδί
Κατερίνα Θέου, Ψυχολόγος
Αναστασία Παπαργύρη, Ειδική Παιδαγωγός

Αtaxia School, Συνεταιριστικό Δημοτικό Σχολείο του Βουνού
Γιώργος Λούκας, Ειδικός Παιδαγωγός

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους διοργανωτές για την πρόσκληση, αλλά και όσους συμμετείχαν. Δόθηκε η ευκαιρία σε γονείς παιδιών με αναπηρία και παιδιών τυπικής ανάπτυξης να συναντηθούν, να μοιραστούν τις εμπειρίες τους, τις χαρές τους, τις δυσκολίες τους, τις συγκινήσεις τους, τις ανησυχίες και τους φόβους τους… για το γονεϊκό ταξίδι τους. Είχαμε την χαρά να ακούσουμε δασκάλους, θεραπευτές και άλλους επαγγελματίες να μιλούν για την συμπερίληψη, για τους κινδύνους και τους τρόπους προστασίας των ΑμεΑ.

Γιατί συλλαβίζει ακόμα;

ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιατί συλλαβίζει ακόμα;

Το πρόβλημα της δυσαναγνωσίας
Πώς είναι η ανάγνωση ως διαδικασία;

Με την ανάγνωση μετατρέπεται ο γραπτός λόγος σε προφορικό.Οι ήχοι της γλώσσας συνδυάζονται μεταξύ τους για να δώσουν λέξεις που αυτές σε μια λογική σειρά δίνουν προτάσεις οι οποίες συντάσσουν ένα κείμενο. Το κείμενο μεταφέρει πληροφορίες, ιδέες, σκέψεις, μηνύματα. Αποκαλύπτεται λοιπόν και η χρησιμότητα της ανάγνωσης που δεν είναι άλλη από το να γίνουν κατανοητά στον αναγνώστη τα νοήματα που μεταφέρει ένα κείμενο. Επομένως για να είναι η ανάγνωση αποτελεσματική χρειάζονται δυο προϋποθέσεις :

α) να γίνεται αναγνώριση της μορφής της λέξης
ώστε να αναπαραχθεί προφορικά και
β) να γίνεται κατανοητή η σημασία της ώστε να
οδηγήσει στην κατανόηση της πρότασης και άρα
του κειμένου.

Ως “καλός αναγνώστης” λοιπόν χαρακτηρίζεται ένα παιδί που σε ένα κείμενο, κατάλληλο για το αναπτυξιακό και γνωστικό στάδιο στο οποίο
βρίσκεται, μπορεί να ανταπεξέλθει στο “τεχνικό κομμάτι” της ανάγνωσης δηλαδή:
• να έχει καλή ροή στο λόγο του όσο διαβάζει
• να αυτοδιορθώνεται σε περίπτωση λάθους
αναπαραγωγής μιας λέξης
• να ολοκληρώνει την ανάγνωση σε ένα ικανό χρόνο
• να χρωματίζει τη φωνή του σύμφωνα με το ύφος
του κειμένου
• να τονίζει τις λέξεις σωστά
και παράλληλα να εμφανίζει τα ποιοτικά
χαρακτηριστικά της ανάγνωσης:
• να αναπαράγει τη κεντρική ιδέα του κειμένου που
διαβάζει
• να είναι σε θέση να ερμηνεύσει αυτά που διαβάζει
ανακαλώντας τη προηγούμενη γνώση που έχει για
το θέμα
• να διαμορφώσει μια προσωπική άποψη για το
κείμενο που διάβασε

Τι είναι η δυσαναγνωσία;

Όπως όλες οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες αναφέρεται σε παιδιά με φυσιολογική νοημοσύνη και κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι η εκδήλωση
αυτής της αδυναμίας αντιμετωπίζεται ως μη αναμενόμενο γεγονός. Αποτελεί κατηγορία των μαθησιακών δυσκολιών και εστιάζεται στη δυσκολία
της αναγνωστικής ικανότητας αλλά και της προφορικής απόδοσης αυτών που έχουν διαβαστεί.

Τα σημάδια που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το παιδί μας έχει πρόβλημα στην ανάγνωση είναι:

• έντονο κόμπιασμα και παύσεις
• επαναλαμβάνει γράμματα ή συλλαβές των λέξεων
• διαβάζει λάθος τις λέξεις και δεν αυτοδιορθώνεται
• χάνει τη σειρά του κειμένου
• δυσκολεύεται στην ανάγνωση πολυσύλλαβων ή
ασυνήθιστων λέξεων
• παραλείπει, μεταθέτει, προσθέτει, γράμματα ή
συλλαβές ή λέξεις πχ. τηγανηστό  αντί για τηγανητό
• δεν έχει κατανοήσει πλήρως τη λέξη ή πρόταση ή
κείμενο μετά την ανάγνωση του
• συλλαβίζει
• δυσκολεύεται να διαβάσει ακόμα και λέξεις που
έχει δει πολλές φορές
• ο χρόνος ολοκλήρωσης της ανάγνωσης είναι
μακρύς
• δε χρωματίζει το λόγο του ανάλογα με το ύφος του
κειμένου
• ο λόγος του είναι επίπεδος χωρίς να εμφανίζονται
τα σημεία στίξης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης
• τονίζει λάθος τις λέξεις
• αδυνατεί να αναπαράγει τη κεντρική ιδέα του
κειμένου
• αδυναμία να ερμηνεύσει αυτά που διάβασε
σύμφωνα με αυτά που ήδη γνωρίζει για το θέμα

• αδυναμία να διαμορφώσει άποψη για αυτό που
διάβασε

Μπορεί να παρατηρηθούν και κάποια πρόσθετα ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν παιδιά με μαθησιακά προβλήματα. Τέτοια είναι: η
διάσπαση προσοχής, δυσκολίες στο να ξεκινήσει και να ολοκληρώσει μια εργασία, απροσεξία, αδεξιότητα, ξεχνάει εύκολα τα πράγματα του και τις υποχρεώσεις του.

Τα αίτια που την προκαλούν.Η αιτιολογία της δυσαναγνωσίας δεν είναι σαφής όπως συμβαίνει και με την πλειοψηφία των ειδικών
μαθησιακών δυσκολιών. Οι έρευνες καταλήγουν σε δυσλειτουργία ή σε ατελή αντιληπτική ικανότητα του εγκεφάλου στην αποκωδικοποίηση των λεκτικών ερεθισμάτων. Ως επιβαρυντικοί παράγοντες εμφανίζονται η κληρονομικότητα αλλά και το ακατάλληλο οικογενειακό ή/και σχολικό περιβάλλον.

Πως αντιμετωπίζεται η δυσαναγνωσία.
Είναι γεγονός λοιπόν ότι ένα έξυπνο και ικανό παιδί μπορεί να δυσκολεύεται να διαβάσει χωρίς λάθη έστω και ένα απλό και σύντομο κείμενο. Όταν υπάρχουν τέτοιες υποψίες θα πρέπει σύντομα να γίνει διάγνωση και η κατάλληλη παρέμβαση με ένα εξατομικευμένο ειδικό πρόγραμμα εκπαίδευσης που θα καταρτιστεί με γνώμονα τα ιδιαίτερα προβλήματα του παιδιού.

Η έγκαιρη αντιμετώπιση τέτοιων δυσκολιών αποτελεί σημαντικό παράγοντα βελτίωσης της επίδοσης του παιδιού αλλά και της εικόνας που έχει
για τον εαυτό του.

ekplixi-paidia

Αυτισμός Η έκπληξη… «Μαμά, παράτα με ήσυχο»!

ekplixi-paidia

Η έκπληξη για ’μένα ήρθε όταν εκείνο το πρωινό, ο γιος μου, δεν είχε και πολύ διάθεση για να ντυθεί, να πλυθεί, να ετοιμαστεί για το σχολείο. Το ρολόι συνεχώς επέμενε πως πρέπει να φύγουμε, όμως εκείνος αρνιόταν να ετοιμαστεί.

της Μαριάνθης Ωρολογά – Μητέρα του αυτιστικού Ηλία

Όσο εγώ πίεζα τόσο εκείνος άρχιζε να θυμώνει. Ώσπου ακούω το μικρό γλυκό του στοματάκι να ξεστομίζει: «Μαμά, παράτα με ήσυχο!!».

Και ναι… ήταν η έκπληξη για μένα !
Θα μου πείτε: «είσαι τρελή; Το παιδί να σου μιλάει με αυτό το τρόπο και εσύ να νιώθεις έκπληξη και χαρά;». Ναι, γιατί για ’μένα αυτή είναι η απόλυτη χαρά της ζωής.

Εκείνη την ώρα ήθελα να ζητοκραυγάσω, τον αγκάλιασα, τον φίλησα και… ήμουν πανευτυχής που το παιδί μου ήταν σε θέση όχι μόνο να μιλήσει αλλά να εκφράσει τα συναισθήματά του, να εκφράσει την αντίθεσή του και να μου πει με λόγια, τι αισθάνεται!!

Εσύ, παιδί μου! Που έχεις καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να μιλήσεις και να επικοινωνήσεις!

Εσύ! Που δεν μπορούσες καν να αντέξεις το κούρεμα γιατί ένιωθες το κόψιμο του ψαλιδιού να σου κόβει το δέρμα!

Εσύ! Που ήθελες πάση θυσία να παίξεις με άλλα παιδιά στη παιδική χαρά, αλλά δεν ήξερες το τρόπο!

Εσύ! Που έπρεπε να υποβληθείς σε ένα σωρό εξετάσεις και να δεις ξένα περιβάλλοντα και ανθρώπους που δεν είναι αυτό που αγαπάς!

Εσύ! Κατάφερες να ξεπεράσεις τον εαυτό σου με υπεράνθρωπες προσπάθειες και να γεφυρώσεις το χάσμα με το κόσμο το δικό μας!

Εσύ! Είσαι ο HΡΩΑΣ μου που έρχεσαι, εσύ, κοντά σε αυτά που υποβάλει και επιβάλει η κοινωνία μας και όχι εμείς κοντά σε ‘σένα!

Ε!… ναι λοιπόν, εσύ έχεις το δικαίωμα να μου πεις παράτα με ήσυχο και να σε αγαπήσω ακόμα πιο πολύ γι’ αυτό το λόγο!

Εσύ! Που δεν σταματάς να μου δίνεις κουράγιο και που με αγκαλιάζεις και μου σκουπίζεις τα δάκρυα, όταν κάποιες φορές λυγιζω.

Που αγαπάς και εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους τόσο όμορφα, άνευ όρων και που περιμένεις από αυτούς να σε αγαπήσουν και εσένα! Αυτό είναι που θέλεις!

Αποδοχή!

Γράφει: η Μαριάνθη Ωρολογά – Μητέρα του αυτιστικού Ηλία

Επιμέλεια: η Πόπη Μάλεση – B.A, M.A Psychology

will_1

Σύνδρομο Williams το Σύνδρομο των «Ξωτικών»

will_1

Το Σύνδρομο Williams είναι μία σπάνια νευροαναπτυξιακή διαταραχή, η οποία συνοδεύεται από νοητική καθυστέρηση, μικρού ή και μεγάλου βαθμού. Το σύνδρομο αναγνωρίστηκε επίσημα το 1961 από τον Νεοζηλανδό καρδιολόγο John Cyprian Phipps Williams και είναι συνδεδεμένο με καρδιολογικά προβλήματα, με καθυστέρηση της ανάπτυξης και με μαθησιακές δυσκολίες. Υπεύθυνη για την παρουσίαση του συνδρόμου είναι η έλλειψη γενετικού υλικού σε μία περιοχή στο χρωμόσωμα 7.

Η αιτία του συνδρόμου φαίνεται να είναι τυχαία και οι γονείς χωρίς προηγούμενο ιστορικό του συνδρόμου ενδέχεται να αποκτήσουν παιδί με το συγκεκριμένο σύνδρομο. Ακόμα, έρευνες δείχνουν ότι ένα άτομο με σύνδρομο Williams έχει 50% πιθανότητα να μεταδώσει το σύνδρομο στα παιδιά του. Σύμφωνα με την Ένωση Συνδρόμου Williams (Williams Syndrome Association) η διαταραχή αυτή παρουσιάζεται σε περίπου 1 στους 10.000 ανθρώπους. Τα παιδιά με το συγκεκριμένο σύνδρομο εντάσσονται στα Ειδικά Σχολεία που υπάρχουν στην Ελλάδα. Σε γενικές γραμμές όσοι πάσχουν από τη συγκεκριμένη διαταραχή μπορούν να ζήσουν μία ενεργή ζωή, να έχουν κανονική εργασία ή να ζήσουν μία ημιανεξάρτητη ζωή.

Το σύνδρομο Williams χαρακτηρίζεται και ως το «αντίθετο του αυτισμού» ή «σύνδρομο των ξωτικών» (elfin syndrome) λόγω της δυσμορφίας του προσώπου που εμφανίζουν τα άτομα που πάσχουν από τη συγκεκριμένη διαταραχή. Το Σύνδρομο αυτό εμφανίζει συγκεκριμένα ανατομικά, γνωστικά, γλωσσικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Τα άτομα παρουσιάζουν υψηλό δείκτη λεκτικής νοημοσύνης και χαμηλό δείκτη μη λεκτικής.

Τα Ανατομικά χαρακτηριστικά που συνδρόμου είναι:

  • Μικρή μύτη
  • Μάτια σε απόσταση μεταξύ τους
  • Πλατιά στοματική κοιλότητα
  • Δυσκολία στην κατάποση, ενώ η γλώσσα τους είναι σε μεγάλο μέγεθος
  • Μικρό πιγούνι
  • Χαμηλοί μύες και αρθρώσεις
  • Κοντό ανάστημα σε σχέση με τα άλλα μέλη της οικογένειας
  • Οδοντιατρικά προβλήματα (μικρά και στραβά δόντια, απουσία δοντιών κ.α.)
will_2

Τα Γνωστικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου είναι:

  • Καθυστέρηση στην ομιλία (η πρώτη λέξη μπορεί να ειπωθεί σε ηλικία 3 ετών)
  • Δυσκολίες στην ταχύτητα της ομιλίας, στην ποιότητα της φωνής και στην ευχέρεια του λόγου
  • Στερεότυπες επαναλαμβανόμενες εκφράσεις και πολλές αντικαταστάσεις λέξεων
  • Παραλήψεις φωνημάτων και φωνολογικά λάθη σε σύνθετες εκφράσεις
  • Μορφολογικά λάθη (δυσκολία σε καταλήξεις ουσιαστικών, ρημάτων, δυσκολία στην κατανόηση αντωνυμιών)
  • Μορφοσυντακτικά λάθη (δυσκολία στη συμφωνία του γένους)
  • Προβλήματα άρθρωσης, τα οποία εμφανίζονται λόγω της χαλαρότητας των μυών και αφορούν τη μαθηματική σκέψη και την επίλυση προβλημάτων)
  • Οπτικοχωρικές δυσκολίες και ελλείμματα στη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη μνήμη
  • Ενισχυμένο λεξιλόγιο και αναπτυγμένος εκφραστικός λόγος
  • Σύνθετη σύνταξη σε διάφορες προτάσεις (σωστή χρήση παθητικής φωνής, υποθετικών λόγων)
  • Τα Συμπεριφορικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου είναι:

Υψηλά επίπεδα οξυτοκίνης που ονομάζεται αλλιώς και ορμόνη της αγάπης, γι’αυτό και δείχνουν αγάπη και φιλική διάθεση προς όλους

  • Άγχος και φοβίες
  • Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/ υπερκινητικότητας
  • Δυσκολία στην αναγνώριση κοινωνικών ενδείξεων, όπως ποιοι νιώθουν ενοχλημένοι, χαρούμενοι κ.α.
  • Εύκολος εκνευρισμός
  • Ιδιαίτερη κλίση στη μουσική
will_3

Διάγνωση

Η διάγνωση του συνδρόμου γίνεται από εξειδικευμένο γιατρό, συνήθως κλινικό γενετιστή. Ο γιατρός εξετάζει τα διακριτικά χαρακτηριστικά του προσώπου, καρδιολογικά προβλήματα, δυσκολίες στην σίτιση, στην καθυστέρηση της ανάπτυξης και διενεργεί γενετικό τεστ.

Θεραπεία και πρώιμη παρέμβαση

Η πρώιμη παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά του συνδρόμου Williams να βελτιώσουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, παρόλο που δεν υπάρχει αποτελεσματική και μόνιμη θεραπεία. Η έγκαιρη παρέμβαση έχεις ως στόχο την αναγνώριση και αξιολόγηση των δυσκολιών του παιδιού, ώστε με την κατάλληλη θεραπεία να μειωθούν οι επιπλοκές του συνδρόμου και να βελτιωθούν οι δυσκολίες, ώστε να φτάσουν στο βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα. Η έγκαιρη παρέμβαση περιλαμβάνει φυσιοθεραπεία, λογοθεραπεία, εργοθεραπεία και ειδική αγωγή και εκπαίδευση. Η συνεργασία του ψυχολόγου με τους γονείς κρίνεται μείζονος σημασίας, ώστε οι τελευταίοι να ενημερωθούν για τις ιδιαιτερότητες του παιδιού τους και να εφαρμόσουν αποτελεσματικούς τρόπους διαχείρισής τους.

will_4

Γράφει: η Αδαμαντία Μωραΐτη, Ειδική Παιδαγωγός

Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής Νευροψυχολογίας

Ερευνήτρια Νευροεπιστημών και Ψυχολογίας

Μέλος της Διεπιστημονικής ομάδας στα κέντρα ειδικών θεραπειών ΛΟΓΟΣΥΝΘΕΣΗ

Πηγές

Braden, J.,S., & Obrzut, J.,E. (2002). Williams syndrome: Neuropsychological findings and implications for practice. Journal of Developmental and Physical Disabilities, 14, 203–213.

Clahsen, H., & Almazan, M. (2001). Compounding and inflection in language impairment: Evidence from Williams syndrome (and SLI). Lingua, 111, 729–757.

Levy, Y. (2004). A longitudinal study of language development in two children with Williams syndrome. Journal of Child Language, 31, 287–310.

Mervis, C. & Berecca, A. (2007). Language and Communicative Development in Williams Syndrome, Mental Retardation and Developmental Disabilities, 13, 3-15.

Παπαηλιού Χ. (2010). Ο ρόλος των γονιδίων στην τυπική ανάπτυξη: το παράδειγμα του συνδρόμου Williams–Beuren. Στο Βογινδρούκας, Ι., Οκαλίδου, Α., & Σταυρακάκη, Σ. (Επιμ.). Αναπτυξιακές Γλωσσικές Διαταραχές: Από τη Βασική Έρευνα στην Κλινική Πράξη. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο.

Σύνδρομο Γουίλιαμς: Το “έτερον ήμισυ” του αυτισμού (2014). Ανακτήθηκε από www.onmed.gr (Τελευταία πρόσβαση: 07/12/2022).

Χωρισμός και Διαζύγιο

Σύμφωνα με τα διεθνή στατιστικά στοιχεία, τα διαζύγια αυξάνονται κάθε χρόνο και το ποσοστό διαλυμένων γάμων έχει φτάσει ανάλογα με τη χώρα περίπου στο 50-70 %. Στην Ελλάδα τα διαζύγια αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και έτσι τα τελευταία 10 χρόνια έχουν τριπλασιαστεί. Συνεπώς ο  χωρισμός των γονέων είναι μια πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερα παιδιά και στη χώρα μας.

Ένα μεγάλο ποσοστό διαζυγίων παρατηρείται στην πρώτη δεκαετία του γάμου με αποτέλεσμα να εμπλέκονται πολλές φορές παιδιά μικρής ηλικίας σε αυτήν την οδυνηρή διαδικασία και αν οι γονείς δε χειριστούν το χωρισμό τους κατάλληλα, μπορεί να υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες στην ψυχική υγεία και ευεξία των παιδιών τους.

 Επίδραση του διαζυγίου στα παιδιά

Όταν χωρίζουν οι γονείς, το κάθε παιδί κατακλύζεται κατά τη διάρκεια των διαφορετικών σταδίων του χωρισμού από ένα πλήθος συναισθημάτων όπως θυμό, μοναξιά, αμηχανία, ντροπή, απογοήτευση, φόβο και μια  αίσθηση προδοσίας. Αυτά τα συναισθήματα, έχουν σαν αποτέλεσμα διάφορες αντιδράσεις του παιδιού, που ποικίλουν ανάλογα με:

  • την ηλικία του
  • τη συγκρότηση και την ψυχοσυναισθηματική ωριμότητά του
  • την ποιότητα των σχέσεων που είχε το παιδί με τους γονείς του πριν το διαζύγιο
  • την ένταση και τη διάρκεια των γονικών συγκρούσεων
  • το κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης
  • τη δυνατότητα συμβουλευτικής γονέων και της υποστήριξης από κάποιον ειδικό
  • τον τρόπο διαχείρισης του χωρισμού από τους γονείς και την ικανότητά τους να ανταποκριθούν
  • στις ανάγκες των παιδιών κατά τη διάρκεια του διαζυγίου.

Στις διάφορες φάσεις του χωρισμού το παιδί μπορεί να παρουσιάσει αντιδράσεις όπως:

  • Άρνηση

Ιδιαίτερα τα μικρότερα παιδιά καταφεύγουν στην άρνηση της πραγματικότητας ως αμυντικό μηχανισμό. Προτιμούν να πιστεύουν ότι ο γονέας που έφυγε απλά μένει σε ένα άλλο σπίτι και κάποια στιγμή θα γυρίσει.

  • Θυμός και επιθετικότητα

Πολλές φορές παρατηρούνται εκρήξεις θυμού και αυξημένη επιθετικότητα του παιδιού προς τους γονείς του και τα αδέλφια του καθώς και τους φίλους του, ως αντίδραση στον χωρισμό των γονέων.

  • Εσωστρέφεια και μελαγχολία

Μπορεί όμως, άλλα παιδιά να αντιδρούν με το να κλείνονται στον εαυτό τους, να απομονώνονται και να μελαγχολούν. Πολλά παιδιά βιώνουν  μια περίοδο θλίψης, μέσα στην οποία μαθαίνουν να αποδέχονται την απώλεια της αρχικής οικογενειακής τους  δομής.

  • Ενοχές

Δεν είναι σπάνιες, ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα παιδιά νιώθουν ενοχές για τον χωρισμό των γονέων και κατηγορούν τον εαυτό τους («Ο μπαμπάς φεύγει επειδή δεν ήμουν καλό παιδί.») Ένα μεγαλύτερο παιδί μπορεί να καταλάβει ότι δεν είναι  η αιτία του χωρισμού, μπορεί ωστόσο να κατηγορεί τον εαυτό του που δεν μπόρεσε να βελτιώσει την κατάσταση.

  • Πτώση στις σχολικές επιδόσεις

Η ανισορροπία της οικογενειακής κατάστασης στα διάφορα στάδια του χωρισμού και η συναισθηματική αναστάτωση του παιδιού έχει πολύ συχνά αρνητικές επιπτώσεις στις σχολικές του επιδόσεις.

  • Απομάκρυνση

Ιδιαίτερα σε παιδιά στην εφηβεία βλέπουμε πολλές φορές και αντιδράσεις που δίνουν την εντύπωση ότι τα παιδιά απομακρύνονται από την οικογενειακή ζωή και προσκολλώνται περισσότερο στους φίλους τους.

  • Παλινδρόμηση σε μικρότερες ηλικίες

Πολλές φορές τα παιδιά αντιδρούν σε έναν χωρισμό με το να συμπεριφέρονται σαν παιδιά μικρότερης ηλικίας ή να εμφανίζουν συμπεριφορές ενός αναπτυξιακού σταδίου που είχαν ξεπεράσει, όπως νυχτερινή ενούρηση και «μπεμπέκισμα» στην ομιλία ή να απαιτούν την πιπίλα τους, την οποία είχαν πετάξει προ πολλού.

  • Προσπάθειες συμφιλίωσης

Ανεξαρτήτως του πόσο φιλικό είναι το διαζύγιο, τις περισσότερες φορές τα παιδιά δε θέλουν να χωρίσουν οι γονείς τους γιατί, βλέπουν ως απώλεια το γεγονός ότι η οικογένειά τους διαλύεται. Μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα όταν ένας γονέας ασκεί σωματική ή ψυχολογική βία προς τον άλλο ή προς τα παιδιά, ενδέχεται να το δεχτούν με ανακούφιση.

Τα παιδιά συνήθως έχουν ελπίδες  ότι οι γονείς τους θα ξανασμίξουν και τα ίδια κάνουν προσπάθειες συμφιλίωσής τους όπως π.χ. να προσπαθούν να κάνουν τους γονείς τους να μιλάνε μεταξύ τους, με το να συμπεριφέρονται ακατάλληλα και έτσι να «παίρνουν» το πρόβλημα από τους γονείς και να γίνονται εκείνα το πρόβλημα με σκοπό να συμμαχούν οι γονείς για την επίλυσή του.

Πότε πρέπει να ζητήσουμε τη συμβουλή ενός ειδικού;

Όταν οι γονείς έχουν πάρει την απόφαση να χωρίσουν, καλό θα ήταν να επισκεφτούν μαζί έναν ειδικό να συμβουλευτούν για τη σωστή διαχείριση του χωρισμού έτσι ώστε να έχει όσο γίνεται λιγότερες αρνητικές επιπτώσεις στο παιδί τους. Πρέπει να είναι πολύ κοντά στο παιδί τους σε όλες τις φάσεις του χωρισμού και να παρατηρούν τις αντιδράσεις του έτσι ώστε να προλάβουν τυχόν δυσκολίες στην προσαρμογή του παιδιού στη νέα του πραγματικότητα.

Ο παρακάτω κατάλογος αναφέρει επιγραμματικά συμπτώματα / αντιδράσεις του παιδιού που μπορεί να αποτελούν ένδειξη για ανάγκη αυξημένης υποστήριξης ή παρέμβασης από έναν παιδοψυχολόγο:

  • επιδείνωση και κλιμάκωση των φυσιολογικών αντιδράσεων (βλ. Αντιδράσεις παιδιών)
  • αισθήματα και εκδηλώσεις απόγνωσης και απελπισίας
  • έντονη και διαρκή απομόνωση
  • σημαντική απώλεια ή αύξηση βάρους
  • συχνοί εφιάλτες
  • έντονη απασχόληση με την πιθανότητα να αρρωστήσουν τα ίδια ή / και κάποιος άλλος
  • προβλήματα συμπεριφοράς
  • προβλήματα στο σχολείο με τους συμμαθητές, τα μαθήματα, ή τους εκπαιδευτικούς
    ψέματα
  • καταστροφικότητα
  • σημαντική αλλαγή συμπεριφοράς και στον χαρακτήρα τους
  • επίμονη εκρηκτική και επιθετική συμπεριφορά
  • τάσεις φυγής
  • κλοπές
  • ψυχοσωματικές ενοχλήσεις
  • έντονοι και μη ρεαλιστικοί φόβοι.

Συμβουλές για ένα διαζύγιο όσο γίνεται πιο ανώδυνο για τα παιδιά

  • Καλό θα είναι οι δυο γονείς σε ένα πνεύμα συνεργασίας να εξηγήσουν με ήρεμο και απλό τρόπο ανάλογα με την  ηλικία, το χαρακτήρα και τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού, ότι πρόκειται να χωρίσουν και να συζητήσουν μαζί του για τις αλλαγές που θα γίνουν στη ζωή του. Πρέπει να περάσουν το μήνυμα ότι ο χωρισμός είναι η καλύτερη λύση σε ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι γονείς και ότι είναι το πρώτο βήμα καλυτέρευσης μιας δύσκολης κατάστασης. Θα πρέπει να του επιβεβαιώσουν ότι δεν έχει καμία ευθύνη για τον χωρισμό και ότι οι γονείς του θα το αγαπάνε όπως πριν και θα μείνουν ο μπαμπάς του και η μαμά του για όλη του τη ζωή.
  • Ο χωρισμός σημαίνει το τέλος της συντροφικής σχέσης του ζευγαριού, αλλά δεν παύουν να είναι οι γονείς  του παιδιού τους. Τα παιδιά έχουν ανάγκη και τους δύο γονείς και η ανατροφή των παιδιών καθώς και η διαπαιδαγώγησή τους είναι ευθύνη και των δύο. Προσπαθήστε να διατηρήσετε μια σχέση όπου θα επικοινωνείτε χωρίς μεγάλη δυσφορία και εντάσεις και θα συνεργάζεστε για το καλό του παιδιού σας. Πρέπει να ανταλλάσετε παρατηρήσεις αναφορικά με όσα συμβαίνουν στη ζωή του παιδιού και χρειάζεται να χειρίζεστε από κοινού τα διάφορα θέματα και τυχόν προβλήματα που έχουν να κάνουν με το παιδί έτσι ώστε να μην πάρουν μεγαλύτερες διαστάσεις.
  • Καλό θα ήταν να επιδιώξετε την από κοινού επιμέλεια του παιδιού, γιατί έρευνες έχουν δείξει ότι είναι προτιμότερο για την εξέλιξη του παιδιού, να ασχολούνται και οι δύο γονείς μαζί του και το παιδί να έχει επαφή και με τους δύο. Η από κοινού επιμέλεια βέβαια έχει ως προϋπόθεση την καλή επικοινωνία των γονέων όσον αφορά στο παιδί τους. Θα πρέπει να παραμερίζουν τις διαφορές τους και να συμβιβάζονται για χάρη του. Είναι καλύτερα για το παιδί να βλέπει και τους δύο γονείς του τακτικά, σε προκαθορισμένες μέρες και ώρες, παρά να έχει περιστασιακή ή και καμία επαφή με τον ένα γονέα, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι, αν π.χ. ο γονέας ασκεί ψυχολογική  ή σωματική βία στο παιδί ή αν το παιδί βιώνει ακατάλληλες καταστάσεις στο σπίτι του. Σε αυτές τις περιπτώσεις η συμβουλή από ειδικούς κρίνεται απαραίτητη.
  • Σεβαστείτε τη σχέση του παιδιού με τον άλλο γονέα χωρίς να του δημιουργήσετε ενοχές επειδή χαίρεται αυτή την επαφή.
  • Συζητήστε με το παιδί τις αλλαγές που πρόκειται να γίνουν στο καθημερινό του πρόγραμμα και τι περιμένετε από εκείνο. Δεν πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να περάσετε το μήνυμα ότι πρέπει να αναλάβει το ρόλο ενός μεγάλου. Γι΄ αυτόν τον λόγο δεν πρέπει να κάνετε σχόλια όπως «Τώρα εσύ είσαι ο άντρας της οικογένειας.» ή «Τώρα πρέπει εσύ να προσέχεις τη μαμά σου.»
  • Οι γονείς πρέπει να το ενθαρρύνουν να μιλήσει για τα συναισθήματά του, για τις ανησυχίες του και για τους φόβους του, χωρίς όμως να κατακλύζουν το παιδί ή να το πιέζουν ή να προκαλούν τη συζήτησή γύρω από το χωρισμό για την αποφόρτιση των δικών τους συναισθημάτων.
  • Επειδή οι σχέσεις με τους παππούδες, τις γιαγιάδες και τους άλλους συγγενείς λειτουργούν εξισορροπητικά, πρέπει να φροντίσετε να τους βλέπει και μετά το χωρισμό. Δεν πρέπει να του δημιουργήσετε ενοχές επειδή επιθυμεί να βλέπει τα πρώην πεθερικά σας ή άλλους συγγενείς του/της πρώην συντρόφού σας.
  • Ένα διαζύγιο φέρνει τεράστιες αλλαγές στη ζωή ενός παιδιού. Διαλύεται ο κόσμος που γνώριζε μέχρι τότε και νιώθει ότι η ζωή του πλέον δεν είναι προβλέψιμη, γεγονός που του δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια. Επίσης βιώνει έντονα την αίσθηση της απώλειας και πενθεί για το άτομο που έχει φύγει από το σπίτι και πολλές φορές ζει με τον φόβο ότι  αφού έφυγε ο ένας γονέας, υπάρχει κίνδυνος να  χάσει και τον άλλο, προκαλώντας το αίσθημα της προοπτικής να μείνει μόνο στον κόσμο. Πολλές φορές χάνει ταυτόχρονα και την άμεση επαφή με κάποιους φίλους, συγγενείς, γείτονες και άλλους ανθρώπους που είχε δημιουργήσει συναισθηματικούς δεσμούς, ιδιαίτερα όταν παράλληλα με τον  χωρισμό μετακομίζει σε άλλο σπίτι ή και σε άλλη πόλη. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι πάρα πολύ σημαντικό να εξασφαλίσουν οι γονείς όσο γίνεται πιο σύντομα μια καθημερινή σταθερότητα και «ρουτίνα» για το παιδί για να νιώσει ασφάλεια και σιγουριά. Αυτό σημαίνει συγκεκριμένα:
  • πέρα από τις απαραίτητες αλλαγές, να φροντίζουν οι γονείς να συνεχίσει το παιδί τη ζωή που είχε και πριν το χωρισμό με τις εξωσχολικές δραστηριότητες, τα χόμπι του, το σχολείο του και με τις παρέες του.
  • να έχει σταθερή επαφή και επικοινωνία με τον γονέα που έφυγε από το σπίτι και να φροντίσουν να υπάρχουν σταθερές ώρες και μέρες που το βλέπει για να καλλιεργήσουν την αίσθηση της σιγουριάς και ασφάλειας στο παιδί και όχι όποτε «μπορεί» ή «βολεύει» να βλέπει το παιδί.
    οι δύο γονείς πρέπει να υιοθετούν μια κοινή στάση προς το παιδί. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συμφωνούν για το γενικό σκεπτικό της διαπαιδαγώγησής του, με το να βάλουν τα ίδια όρια, να μην επιτρέπει ο ένας γονέας αυτό που απαγορεύει ο άλλος και να συμμετέχουν και οι δυο γονείς στις καθημερινές υποχρεώσεις του , π.χ. η μελέτη για το σχολείο, για να αποφευχθεί η ταύτιση του ενός γονέα με τις «υποχρεώσεις» και του άλλου με τη «διασκέδαση».
  • Oι γονείς πρέπει να ενημερώσουν άτομα που συναναστρέφονται με το παιδί (δασκάλους, νηπιαγωγούς, προπονητές κτλ.) για τον χωρισμό τους  για να χειρίζονται το θέμα αυτό με ευαισθησία και κατανόηση, αλλά και για να τους ενημερώνουν για τυχόν αντιδράσεις ή αλλαγές συμπεριφοράς του παιδιού τους, τις οποίες μπορεί να μην εκδηλώνει στο σπίτι.
    Ίσως ακόμα πιο σημαντικό από τις συμβουλές για το τι θα ήταν καλό να κάνετε, είναι να προσέχετε ιδιαίτερα αντιδράσεις και συμπεριφορές προς αποφυγή:

 

  • ΜΗ χρησιμοποιείτε το παιδί ως «ενδιάμεσο» που θα μεταφέρει μηνύματα  στον πρώην σύντροφό σας.
  • ΜΗ χρησιμοποιείτε το παιδί σας ως «σύμμαχο» για την αντιμετώπιση προβλημάτων και καταστάσεων που αφορούν αποκλειστικά και μόνο τους γονείς.
  • ΜΗ ζητάτε από το παιδί να κρατάει μυστικά από τον πρώην σύντροφό σας.
  • ΜΗ χρησιμοποιείτε το παιδί ως μέσο διαπραγμάτευσης.
  • ΜΗΝ υποτιμάτε τον άλλο γονέα μπροστά στο παιδί.
  • ΜΗΝ αντιμετωπίζετε το παιδί ως «έμπιστο φίλο».
  • ΜΗ χρησιμοποιείτε το παιδί σαν «υποκατάστατο» του/της πρώην συντρόφου σας, για παράδειγμα, να μην κοιμάστε μαζί , να μην του αναθέτετε υποχρεώσεις που δεν ανταποκρίνονται στην ηλικία του ή στο ρόλο του.
  • ΜΗΝ καταφύγετε σε υλικά ανταλλάγματα επειδή νιώθετε ενοχές για τον χωρισμό σας
  • ΜΗΝ παραμελήσετε τον εαυτό σας, γιατί θα μεταδώσετε έτσι στο παιδί σας ένα μήνυμα απελπισίας και απόγνωσης το οποίο είναι πολύ πιθανό να το υιοθετήσει εμμέσως και το ίδιο.

«Μένω στο γάμο λόγο των παιδιών» – Μία σωστή απόφαση;

Ο φόβος της πιθανής αρνητικής επίδρασης στα παιδιά καθώς και η οικονομική ανασφάλεια είναι συνήθως οι πιο ανασταλτικοί παράγοντες για να χωρίσει ένα ζευγάρι που βρίσκεται σε μια δυσλειτουργική, αποτυχημένη ή ακόμη και καταστροφική σχέση. Πολλές φορές, όταν ένα ζευγάρι μένει μαζί μόνο λόγω της ύπαρξης ενός παιδιού, οι δυο σύζυγοι αποποιούνται τις ευθύνες που οι ίδιοι έχουν για την αντιμετώπιση της άσχημης κατάστασης που βιώνουν. Αποτέλεσμα είναι να λειτουργεί το παιδί ως άλλοθι για τη διαιώνιση μιας δυσλειτουργικής, ανισόρροπης και πολλές φορές παθολογικής κατάστασης, στην οποία ουσιαστικά υποφέρουν όλα τα μέλη της οικογένειας, ενώ στην πραγματικότητα οι λόγοι που το ζευγάρι δεν  αποφασίζει να χωρίσει είναι άλλοι, όπως π.χ. ανασφάλεια καθώς και κοινωνικοί και οικονομικοί λόγοι.

Τις περισσότερες φορές άλλωστε, δεν είναι αυτό καθαυτό το γεγονός του διαζυγίου που πληγώνει τα παιδιά, αλλά η εχθρότητα, οι συγκρούσεις, η έλλειψη λειτουργικής επικοινωνίας και οι διαμάχες που προηγούνται του χωρισμού, καθώς και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιείται το διαζύγιο. Εκεί συνήθως οφείλονται οι αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχικό κόσμο των παιδιών.

Οι γονείς που μένουν μαζί μόνο «λόγω των παιδιών» πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τα παρακάτω:

  • το ψυχολογικό και ψυχοσωματικό κόστος της παραμονής σε μια  αποτυχημένη σχέση για τους δυο συζύγους με τις ανάλογες συνέπειες στην ψυχική υγεία και ευεξία των παιδιών
  • τον αντίκτυπο που έχει στο παιδί η αίσθηση ότι εκείνο είναι ο μοναδικός λόγος που είναι οι γονείς του μαζί και υποφέρουν καθημερινά, πράγμα που το κάνει να νιώθει ενοχές και θλίψη
  • το πρότυπο που δίνουν οι γονείς στο παιδί σχετικά με τις μελλοντικές του επιλογές στις σχέσεις του – (έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που βλέπουν τους γονείς τους να συμπεριφέρονται επιθετικά, εριστικά με περιφρόνηση ή ψυχρότητα είναι πολύ πιθανό να υιοθετήσουν μια παρόμοια συμπεριφορά στις μελλοντικές τους σχέσεις)
  • τη σύγχυση που δημιουργείται στο παιδί με τα «διπλά μηνύματα» που λαμβάνει με το να βιώνει καθημερινά να μένουν μαζί δύο άνθρωποι που θα ήθελαν ουσιαστικά να είναι χωριστά, να εισπράττει την ψυχρότητα και την έλλειψη συνοχής και ενσυναίσθησης.

Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι από το να αντιμετωπίσουμε τις όποιες δυσάρεστες συνέπειες ενός διαζυγίου είναι καλύτερη η πρόληψή του. Ένα άτομο που παντρεύεται για την οικονομική του εξασφάλιση, για κοινωνικούς λόγους ή για να ξεφύγει από μια δυσάρεστη κατάσταση στο πατρικό του σπίτι, σίγουρα έχει μεγάλες πιθανότητες να αντιμετωπίσει δυσκολίες στο γάμο του, οι οποίες μπορεί να καταλήξουν και στον χωρισμό.

Συμβαίνει όμως και σε ζευγάρια που παντρεύτηκαν από αμοιβαία αγάπη και η σχέση τους χαρακτηρίζεται από σεβασμό, αποδοχή και μοίρασμα, να αντιμετωπίσουν σε μια φάση της σχέσης τους δυσκολίες και προβλήματα για διάφορες αιτίες. Πολλές φορές μειώνεται τότε η δυνατότητα επικοινωνίας και το ζευγάρι απομακρύνεται όλο και περισσότερο. Σε τέτοιες περιπτώσεις έχει αποδειχτεί πολύ χρήσιμη η παρέμβαση ενός ειδικού ως «βοηθού επικοινωνίας»  ο οποίος βοηθάει το ζευγάρι να ξαναβρεί τη δική του ισορροπία στη σχέση του.  Αναπόσπαστη προϋπόθεση για μια συμβουλευτική / θεραπεία ζευγαριών αποτελεί η αμοιβαία θέληση του ζευγαριού για επένδυση στη σχέση τους. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι πολύ σημαντικό να απευθύνεται το ζευγάρι στον ειδικό στο αρχικό στάδιο των δυσκολιών τους και όχι όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια βελτίωσης. Έτσι αυξάνονται κατά πολύ οι πιθανότητες να αναστραφεί και να διορθωθεί η κατάσταση.

Η συμβουλευτική ζεύγους δεν έχει όμως ως μοναδικό στόχο να παραμείνει μαζί το ζευγάρι. Μια έκβαση μπορεί να είναι επίσης η ώριμη απόφαση του ζευγαριού να χωρίσει έχοντας αποδεχτεί το τέλος της σχέσης τους και το  διαζύγιο να αποτελεί την  έσχατη λύση μετά από εξάντληση όλων των δυνατών τρόπων  βελτίωσης της σχέσης του ζευγαριού. Ο χωρισμός μπορεί να είναι η λιγότερο κακή λύση σε μία δυσλειτουργική ή ακόμα και παθολογική οικογενειακή κατάσταση.

Συνεπώς υπάρχουν οι προϋποθέσεις, έτσι ώστε ο χωρισμός ενός ζευγαριού, με γνώμονα τον αμοιβαίο σεβασμό, να γίνει η αφετηρία για μια καλύτερη ζωή και των δυο τους, αλλά και των παιδιών τους. 

Τα Όρια στη Διαπαιδαγωγηση

Από τη στιγμή που γεννιέται ένα παιδί, οι γονείς βάζουν συνεχώς όρια γύρω του για να το προστατέψουν, χωρίς να κάνουν δεύτερη σκέψη για αυτό. Είναι αυτονόητο.  Περιορίζουν τον εξωτερικό κόσμο για  να μην εισχωρήσει στον κόσμο του παιδιού περισσότερο από όσο θεωρούν σωστό και αναγκαίο για την εξασφάλιση της σωματικής και ψυχικής ασφάλειάς του. Οριοθετούν τον χώρο του και  το  προστατεύουν από το κρύο και τη ζέστη και γενικότερα από καταστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνδυνο για το παιδί. Βάζουν όμως και όρια στον εσωτερικό του κόσμο, φροντίζοντας να μην πεινάσει ή διψάσει και να είναι καθαρό.

Συνήθως οι γονείς δε συνειδητοποιούν ότι βάζουν όρια από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο το παιδί τους και για όσο διάστημα είναι παθητικό και δεν αμφισβητεί τα όρια αυτά.

Όσο μεγαλώνει το παιδί όμως, αρχίζει σιγά – σιγά τα αμφισβητεί γιατί τα «θέλω» του έρχονται  σε σύγκρουση με τα «μπορώ» του και τα «θέλω» των γονέων του. Τότε πολλοί γονείς δυσκολεύονται να βάλουν όρια στο παιδί τους ή βάζουν όρια, αλλά αδυνατούν να είναι σταθεροί στην τήρησή τους. Μεγαλώνοντας, το παιδί  διεκδικεί όλο και περισσότερο να ορίζει και να κατευθύνει τη ζωή του, να δοκιμάζει καινούριες καταστάσεις και να βιώνει δικές του εμπειρίες χωρίς την καθοδήγηση των γονέων, πράγμα το οποίο φτάνει στον πιο έντονο βαθμό του κατά την περίοδο της εφηβείας. Πολλοί γονείς νιώθουν ανασφάλεια για το πόσο στενά πρέπει να είναι τα όρια που θα θέσουν στο παιδί τους, πόσο πρέπει να υποχωρήσουν και πότε πρέπει να αφήσουν το παιδί τους να κάνει τα δικά του βήματα.

 

Σε τι χρησιμεύουν τα όρια στη διαπαιδαγώγηση;

Τα όρια είναι εργαλεία που χρησιμοποιούμε για να «χτίσουμε» σχέσεις συνεργασίας, για να γνωστοποιούμε στα παιδιά τι θέλουμε καθώς επίσης και τι εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν προκειμένου να μπορέσουν να πάρουν αυτό που θέλουν. Η οριοθέτηση της συμπεριφοράς είναι αυτό που βοηθά το παιδί να κατανοήσει τους κανόνες και τις προσδοκίες των γονέων του επομένως σχετίζεται με τη διδασκαλία και όχι με την τιμωρία.

Τι αντίκτυπο έχουν τα όρια που βάζουν οι γονείς  στα παιδιά;

  • Τα παιδιά αισθάνονται ανασφάλεια και για να νιώσουν ασφαλή, θέλουν να ξέρουν ότι βρίσκονται υπό την προστασία και την καθοδήγηση των γονέων τους. Με τη θέσπιση ορίων μέσα σε ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο καλλιεργείται η υπευθυνότητα του παιδιού, τα παιδιά θα μπορέσουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να πειραματιστούν, έχοντας τους γονείς ως σημείο αναφοράς, ώστε αργότερα να αυτονομηθούν, να νιώθουν ικανά να επιλύουν προβλήματα και να έχουν τον έλεγχο του εαυτού τους. Τα όρια μπορεί να είναι περιορισμοί που  εξοργίζουν κάποιες φορές το παιδί, αλλά παράλληλα λειτουργούν σαν πύλες που πίσω τους νιώθει ασφαλές.
  • Τα όρια αφήνουν περιθώρια στο παιδί να αλλάξει τη συμπεριφορά του έτσι ώστε να καταφέρει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του και επικεντρώνονται στο να δημιουργούν και να προσφέρουν πιο εποικοδομητικές επιλογές. Σε αντίθεση με αυτό, οι τιμωρίες και οι απειλές επικεντρώνονται στην αρνητική συμπεριφορά και αποσκοπούν στην διακοπή της,  χωρίς να δείχνουν στο παιδί μια εναλλακτική επιλογή η οποία θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.
  • Άπειρες μελέτες έχουν δείξει, ότι τα παιδιά στα οποία οι γονείς θέτουν σταθερά όρια που δεν περιορίζουν τις ευκαιρίες για πειραματισμό και επιτρέπουν την αυθόρμητη έκφραση, έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, είναι ανεξάρτητα και υπεύθυνα.
  • Το παιδί, ναι μεν δοκιμάζει τα όρια, όχι όμως για να προκαλέσει τους γονείς ή να «περάσει το δικό του», αλλά γιατί η παρόρμησή του να ξεπεράσει το όριο είναι δυνατή και θέλει να εξετάσει κατά πόσο το όριο εξακολουθεί να ισχύει.

Ποιες είναι οι  συνέπειες στην οικογένεια και στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της, όταν οι γονείς οριοθετούν τα παιδιά τους;

  • Όταν οι γονείς βάζουν σταθερά όρια στα παιδιά τους και τα παιδιά ξέρουν τι επιτρέπεται, κάτω από ποιες συνθήκες και τι απαγορεύεται, μακροπρόθεσμα μειώνονται κατά πολύ οι διαμάχες μεταξύ γονέα και παιδιού και ελαχιστοποιούνται εκδηλώσεις δυσπροσάρμοστης συμπεριφοράς (γκρίνιες, εκρήξεις θυμού) του παιδιού. Αυτό συμβαίνει διότι το παιδί δε θα κάνει κάτι που ξέρει ότι δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, ξέρει δηλαδή ότι όσο και να «γκρινιάζει», δε θα πάρει τη σοκολάτα που θέλει και ξέρει και το γιατί. Μια συμπεριφορά που επανειλημμένα δεν είχε θετικό αποτέλεσμα στο παρελθόν (με την γκρίνια δεν πήρε τη σοκολάτα) μακροπρόθεσμα δε θα επαναληφθεί. Κατά καιρούς βέβαια θα γίνονται «δοκιμές» γιατί το παιδί θα εξετάζει αν εξακολουθεί να ισχύει το όριο αυτό.
  • Όταν υπάρχουν ξεκάθαρα όρια στην οικογένεια, μειώνεται και η πιθανότητα συναισθηματικού ξεσπάσματος θυμού ή απογοήτευσης των γονέων, γιατί λειτουργούν συνειδητά ανάλογα με τα όρια που έχουν βάλει και έτσι προλαβαίνουν κατά πολύ συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις.
  • Η κατάλληλη οριοθέτηση επιτρέπει τις θετικές και τις αρνητικές επιπτώσεις να υπάρχουν σε ένα μη τιμωριτικό περιβάλλον, γιατί οι αρνητικές συνέπειες είναι απλά η απουσία των θετικών επιπτώσεων μιας επιλογής που έκανε το παιδί.  Έτσι π.χ. αν δεν κάνει την εργασία του, δε θα πάει βόλτα.
  • Γενικά, σε μια πετυχημένη οριοθέτηση, όλοι είναι κερδισμένοι („win-win”) γιατί οι γονείς έχουν περάσει στο παιδί κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να έχει αυτό που θέλει και έτσι υπάρχει μέσα σε ένα κλίμα σεβασμού μια ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες των γονέων και τις ανάγκες του παιδιού. Επίσης μαθαίνουν όλα τα μέλη της οικογένειας να βλέπουν μια κατάσταση από την οπτική γωνία του άλλου. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε μια ευελιξία σκέψης και μακροπρόθεσμα σε μια πιο σφαιρική αντίληψη.
     

Ποιες είναι οι συνέπειες για το παιδί αν δεν υπάρχουν όρια στην οικογένεια;

  • Τα παιδιά που τους επιτρέπεται να κάνουν τα πάντα σε οποιαδήποτε στιγμή, δε μαθαίνουν υποχώρηση, εκτίμηση, συμβιβασμό, αλλά και σεβασμό προς τον άλλο. Όταν θα βρίσκονται με άλλα παιδιά, δε θα ξέρουν πώς να μοιράζονται ούτε και να παίζουν μαζί τους επί ίσοις  όροις. Έτσι, το παιδί δεν αποκτά τις ικανότητες που θα του επιτρέψουν να βρίσκεται με άλλους αν αυτοί δεν έχουν αποκλειστικό τους σκοπό την ικανοποίηση των δικών του αναγκών.
  • Ένα παιδί που δε γνωρίζει όρια και δε μαθαίνει να τα τηρεί είναι ανασφαλές, αποπροσανατολίζεται  εύκολα από κάθε είδους ερεθίσματος, δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί στους στόχους του και βιώνει συχνά την απόρριψη και τις συνεχείς αποτυχίες.
  • Τα περισσότερα παιδιά που δεν έχουν ακούσει το «όχι» από τους γονείς τους δυσκολεύονται επίσης  να κάνουν πραγματικούς φίλους, γιατί περιμένουν από τους άλλους να ικανοποιούν τις ανάγκες τους και επιπλέον δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν οτιδήποτε έχουν, γιατί το θεωρούν δεδομένο.
  • Μια άλλη αρνητική συνέπεια απουσίας ορίων στην οικογένεια αποτελεί το γεγονός ότι αν στο σπίτι δεν υπάρχουν σαφή όρια και κανόνες, το παιδί δύσκολα δέχεται τη ύπαρξή τους στο σχολείο και στην κοινωνία.
  • Όταν οι γονείς δε βάζουν όρια στο παιδί τους, το εμποδίζουν να γίνει ανεξάρτητο και υπεύθυνο και παράλληλα καλλιεργούν την αίσθηση της παντοδυναμίας, η οποία το οδηγεί μακροπρόθεσμα σε πολλές απογοητεύσεις στον κόσμο έξω από την οικογένεια όπου δε θα μπορεί να τις χειριστεί, καθώς πάντα τις χειρίζονταν άλλοι αντί γι’ αυτό.

Ποιες επιπτώσεις έχει η έλλειψη ορίων στους γονείς;

  • Όταν οι γονείς δε βάζουν όρια στα παιδιά τους και τα αφήνουν να κάνουν ό,τι θέλουν και όποτε θέλουν ή βάζουν όρια τα οποία δεν είναι σταθερά, αυξάνεται σταδιακά η έντασή τους και η συναισθηματική τους φόρτιση και συνεπώς κινδυνεύουν να πέφτουν σε παρορμητικές, υπερβολικές και δυσανάλογες τιμωρίες.
  • Επίσης αυξάνεται σταδιακά όλο και περισσότερο η ανεκτικότητά τους και δέχονται όλο και πιο πολύ τις παραβάσεις ορίων ή τις ακατάλληλες απαιτήσεις του παιδιού τους.
  • Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να κινδυνεύουν να χρησιμοποιούν συναισθηματικού τύπου απειλές («η μαμά θα πεθάνει») για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις οι οποίες έχουν φύγει από τον έλεγχό τους.
     

Πώς πρέπει να βάλουμε τα όρια;

Οι γονείς πρέπει:

  • Για να μπορεί ο γονέας να είναι σταθερός, θα πρέπει να είναι ο ίδιος σίγουρος ότι αυτό που κάνει είναι το σωστό. Διαφορετικά, δεν έχει αρκετή πειθώ και το μήνυμα που λαμβάνει το παιδί είναι συγκεχυμένο.
  • Οι γονείς πρέπει να λειτουργούν ως ομάδαγια να αποφύγουν το «παιχνίδι του καλού και του κακού» έχοντας κοινή τακτική στη συμπεριφορά τους και να μην επιτρέπουν στο παιδί να χειρίζεται τον έναν για να πετύχει αυτό που θέλει και να κάνει τον άλλον να μοιάζει «κακός». Με σταθερότητα στην κοινή απόφαση και την κοινή αντιμετώπιση δείχνουν και στα παιδιά ότι ενδιαφέρονται και οι δύο το ίδιο  και ότι έχουν την ίδια γνώμη, πείθουν ευκολότερα τα παιδιά να προβληματιστούν με το περιεχόμενο της κατάστασης που έχει προκύψει και όχι με το ποιον θα πάρουν με το μέρος τους. Με αυτήν την τακτική, οι γονείς αποτελούν ταυτόχρονα πρότυπο για τα παιδιά τους, για σχέσεις συνεργασίας και αμοιβαιότητας και δεν περνούν μηνύματα αντιπαλότητας, μυστικών και συμμαχιών μέσα στην οικογένεια.


Τα «καλά» όρια χαρακτηρίζονται από:

Σταθερότητα

  • Τα όρια πρέπει να είναι σταθερά και να τηρούνται πάντα αλλιώς, τα παιδιά δε συνδέουν τις πράξεις τους με τις συνέπειες και τις ευθύνες που απορρέουν από αυτές, αλλά με τη διάθεση και τη δυσθυμία των γονέων.  Θέτοντας  σταθερά όρια στο παιδί, οι γονείς καλλιεργούν μακροπρόθεσμα ένα κλίμα ασφάλειας και σιγουριάς στη σχέση του με τους γονείς,  γιατί το παιδί μαθαίνει ότι μπορεί να βασίζεται σε αυτούς και να τους έχει ωςσταθερό σημείο αναφοράς.  Μακροπρόθεσμα το κέρδος για το ίδιο το παιδί είναι ότι υιοθετεί  την υπευθυνότητα, η οποία το καθιστά ικανό να θέτει τα δικά του όρια, να λαμβάνει αποφάσεις αυτόβουλα  και γενικότερα να καθορίζει το ίδιο τον εαυτό του.
  • Αν τα όρια δεν είναι σταθερά και το παιδί μαθαίνει ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μπορεί να τα παρακάμψει,  οι γονείς κάνουν  μελλοντικά την κάθε «προσπάθεια» θέσπισης  ορίων πιο επώδυνη για τους ίδιους αλλά και για το παιδί τους. Αφού το παιδί έχει την εμπειρία ότι είναι μέσα στις δυνατότητές του να ξεπεράσει το όριο που έχουν βάλει οι γονείς του, αρκεί να ασκεί μεγάλη πίεση, θα προσπαθήσει με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και επιμονή να το πετύχει και την επόμενη φορά. Για αυτό, οι γονείς δεν πρέπει να «προσπαθήσουν» να βάλουν όρια, αλλά να είναι πεπεισμένοι και αποφασισμένοι να το κάνουν. Αυτή την εσωτερική στάση θα την περάσουν και στο παιδί τους, το οποίο με τη σειρά του αποδέχεται την κατάσταση πιο εύκολα.
  • Ακόμα με τη σταθερή θέσπιση κανόνων, οι γονείς δεν πρέπει να περιμένουν άμεσα την απόλυτη τήρησή τους από το παιδί. Το παιδί θα δοκιμάσει για αρκετό καιρό αν όντως ισχύει το όριο αυτό όπως θα δοκίμαζε αν είναι γερά και αντέχουν  τα μεταφορικά «κάγκελα» που είναι οι γονείς  στη «σκάλα ανάπτυξης» του παιδιού. Επίσης οι γονείς πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους  ότι ένα παιδί  δεν έχει την ίδια συναισθηματική ωριμότητα και την ίδια αναπτυγμένη λογική σκέψη όπως ένας ενήλικας αλλά ούτε και πολλές εμπειρίες ζωής. Το παιδί θα δοκιμάσει πολλές φορές να κάνει αυτό  που το ικανοποιεί και θα προσπαθήσει  άπειρες φορές να ξεπεράσει τα όρια που του έχουν βάλει οι γονείς του, γιατί λειτουργεί περισσότερο παρορμητικά και συναισθηματικά.
    Ακόμα, στις πρώτες εφαρμογές των ορίων τα παιδιά πιθανότατα θα αντιδράσουν πιο έντονα από πριν – θα φωνάξουν , θα κλάψουν και θα επιστρατεύσουν κάθε άσχημο χειρισμό που έχουν στη διάθεσή τους εναντίον των γονέων και θα ξεστομίσουν λόγια τα οποία ξέρουν ότι πληγώνουν («Δε σε αγαπώ καθόλου», «Θα πάω  να βρω άλλη μαμά»). Βέβαια, δεν εννοούν τίποτα από αυτά που λένε, ούτε είναι σε ένα τέτοιο ξέσπασμα σε θέση να ακούσουν τους γονείς τους ή να συζητήσουν το θέμα. Για αυτόν τον  λόγο θα ήταν καλό οι γονείς να αδιαφορήσουν για τη συμπεριφορά τους και να το συζητήσουν μόλις έχει ηρεμήσει η κατάσταση. Στην αντίθετη περίπτωση το μόνο που θα πετύχουν οι γονείς είναι να παρατείνουν την ένταση, γιατί η άμεση είσπραξη της προσοχής των γονέων του, λειτουργεί ως ισχυρή ενίσχυση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του παιδιού.

Διαύγεια

Τα όρια πρέπει να είναι ξεκάθαρα, συγκεκριμένα και να εκφράζονται με ευκρίνεια. Το παιδί πρέπει να ξέρει ακριβώςποια συμπεριφορά είναι αποδεκτή και ποια δεν είναι καθώς και πότε, πώς και κάτω από ποιες συνθήκες, περιμένουμε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Οι γονείς πρέπει να εξηγήσουν το συγκεκριμένο όριο που θέτουν στο παιδί όταν έχουν καλή επαφή μαζί του και όχι τη στιγμή που αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο θέμα. Πρέπει να είναι ήρεμοι ,να  φροντίζουν να έχουν την προσοχή του παιδιού  και να μην υπάρχει ένταση ή ερεθίσματα που μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή του.
Παράδειγμα:

«Θα σου διαβάσω το παραμύθι αν έχεις  βάλει τις πιτζάμες σου και έχεις πλύνει τα δόντια σου μέχρι τις οχτώ η ώρα. Μετά από αυτό δυστυχώς δεν μπορώ να σου διαβάσω το παραμύθι, γιατί θα έχει έρθει η ώρα να κοιμηθείς.»

Στη θέσπιση ορίων, οι γονείς πρέπει να συμπίπτουν τα μη λεκτικά με τα λεκτικά μηνύματα, γιατί αλλιώς το παιδί παίρνει ένα «διπλό μήνυμα» που το συγχέει και που κάνει τη συνεργασία σας πιο δύσκολη. Διπλά μηνύματα λαμβάνει το παιδί όταν ο γονέας π.χ. εκφράσει κάποιο όριο με διστακτική φωνή, με ερωτηματικό ή μη σιγουριά, αν η στάση του σώματός του  εκπέμπει ανασφάλεια ή αν δεν κοιτάζει το παιδί, αλλά κάποιο άλλο άτομο για «συμπαράσταση».
Όταν οι γονείς βάζουν όρια, πρέπει να τηρούν την αρχή του «εδώ και τώρα» χωρίς αναφορές στο παρελθόν και χωρίς προφητείες για το μέλλον, όπως π.χ. «Και στα προηγούμενα γενέθλια χτυπούσες τα παιδιά» ή  «Ποτέ δε θα το μάθεις αυτό».
Όλοι βγαίνουν κερδισμένοι («win-win»)Τα όρια λαμβάνουν υπ΄ όψιν τους και σέβονται τις ανάγκες όλων των ατόμων που τα αφορούν. Οι γονείς πρέπει να έχουν ως αρχή  να βρίσκουν λύσεις, ώστε και οι ίδιοι αλλά και το παιδί να παίρνουν αυτό που θέλουν όπου αυτό είναι δυνατόν ή να βρίσκουν εναλλακτικές λύσεις.
Παράδειγμα:

Ο γονέας θα μπορούσε να επιτρέψει στο παιδί να χρησιμοποιήσει το στερεοφωνικό αφού του δείξει ότι ξέρει να το χειρίζεται σωστά και να συμφωνήσουν κάτω  από ποιες συνθήκες (π.χ. σε παρουσία του γονέα) μπορεί να το χρησιμοποιήσει. Η θέσπιση ορίου πρέπει να συμπεριλαμβάνει επίσης τη γνωστοποίηση των συνεπών μη- τήρησής του ορίου, οι οποίες είναι συνήθως απλά η απουσία θετικών συνεπειών, όπως π.χ. η στέρηση του στερεοφωνικού.

Πρόληψη
Τα όρια πρέπει να τίθενται ώστε να προλαμβάνουν προβλήματα και καταστάσεις πριν εμφανιστούν ή πριν χειροτερέψει κάποια κατάσταση.

Παράδειγμα:

«Τώρα που θα πάμε στο πάρτι του Γιωργάκη, περιμένω να …… Αν θα ….. δυστυχώς θα πρέπει να φύγουμε από το πάρτι.»

Είναι θετικά
Αποτελεσματικά όρια εκφράζονται με θετικό τρόπο και επικεντρώνονται σε θετικά αποτελέσματα. Εκφράζονται ως υποσχέσεις, προειδοποιήσεις  και πληροφορίες και όχι ως απειλές.

Παράδειγμα:

«Αν μαζέψεις τα πράγματα στο δωμάτιό σου ως τις 7 η ώρα, θα έχουμε  χρόνο να πάμε μια βόλτα στην πλατεία».

Συνέπεια
Επιτρέπουμε μια θετική συνέπεια να συμβεί μόνο όταν το παιδί κάνει αυτό  που έχουμε συμφωνήσει / ορίσει.

Όριαανάλογα με την ηλικία του παιδιού,  το στάδιο ανάπτυξής του και ανάλογα με τον χαρακτήρα του.Τα πολύ μικρά παιδιά (ως 2 ετών περίπου) δρουν κυρίως αυθόρμητα και συναισθηματικά. Δεν έχουν τη γνωστική ωρίμανση να αντιλαμβάνονται τις  συνέπειες  των πράξεών τους, δεν μπορούν να δουν μια κατάσταση από την οπτική γωνία του άλλου και δεν μπορούν να αναθεωρήσουν τις πράξεις τους και να τις τροποποιήσουν όταν έλκονται από κάτι. Σε αυτήν την ηλικία, σε μια «ήπια» ανεπιθύμητη συμπεριφορά του παιδιού (π.χ. ελαφρύ σπρώξιμο άλλου παιδιού), η πιο αποτελεσματική αντίδραση είναι η άμεση καθοδήγηση στην επιθυμητή λύση. Ήδη το άλλο παιδί έχει εκφράσει δυσφορία – κάτι που ένα παιδί καταλαβαίνει άμεσα. Αυτό που δεν του είναι κατανοητό είναι το γιατί αυτό το παιδί αντέδρασε κλαίγοντας- μιας και ο σκοπός ήταν η διασκέδαση. Ο γονέας καλό θα ήταν σε αυτήν την περίπτωση, να δείξει στο παιδί πώς θα ήταν μια εναλλακτική, θετική συμπεριφορά, π.χ. να χαϊδέψει το άλλο παιδί αντί να το σπρώξει.
Σε επικίνδυνες συμπεριφορές (σκαρφάλωμα σε έπιπλα, εσκεμμένο δυνατό δάγκωμα) ο γονέας πρέπει να πάρει ένα σοβαρό ύφος, να εμποδίσει την επικίνδυνη συμπεριφορά ή να τη διακόψει με αποφασιστικότητα, λέγοντας ένα σοβαρό «όχι» και στη συνέχεια να καθοδηγήσει το παιδί  σε μια επιθυμητή συμπεριφορά που κατά προτίμηση είναι μια παραλλαγή της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς.

Σε παιδιά από 2 ετών η θέσπιση ορίων πρέπει να συνοδεύεταιπάντα από μια εξήγηση για τους λόγους για τους οποίους τίθενται.Από 2 1/2 ετώνένα παιδί έχει μεγαλύτερη αίσθηση των συνεπειών των πράξεών του και μαθαίνει να ελέγχει τη συμπεριφορά του, να δέχεται κανόνες, να εκφράζει με υγιή τρόπο τα συναισθήματά του, να είναι σε θέση να αποφύγει κινδύνους και γενικότερα να γίνεται πιο υπεύθυνο.
Όσο μεγαλώνει το παιδί, τα όρια πρέπει να προσαρμόζονται συνεχώς στο αναπτυξιακό του επίπεδο και να σχετίζονται με τις δυνατότητες που έχει αποκτήσει. Οι γονείς πρέπει να φροντίσουν να δημιουργούν όλο και μεγαλύτερα πλαίσια με τα όριά τους στα οποία να κάνει το παιδί επιλογές  ανάλογα με την ηλικία του, έτσι ώστε να είναι σε θέση στην εφηβεία να πάρει σωστές αποφάσεις και να κάνει επιλογές εποικοδομητικές για τη ζωή του.
Τα όρια πρέπει να είναιλογικά και όχι υπερβολικά και δεν πρέπει να εμποδίζουν το παιδί στην ανάπτυξη του («όρια στα όρια»). Επίσης οι γονείςπρέπει να αναρωτηθούν αν το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ίσως μια ιδιοτροπία τους που πρέπει να αναθεωρήσουν.
Όρια ανάλογα με τη «σοβαρότητα» της κατάστασης
Οι γονείς καλούνται να οριοθετήσουν συμπεριφορές του παιδιού που διαφέρουν στην ένταση, στη σοβαρότητα και στον αντίκτυπο που έχουν στο περιβάλλον και στην εξέλιξή του.  Κάποιες συμπεριφορές του παιδιού μπορεί να καταλήγουν σε επικίνδυνες καταστάσεις για το ίδιο το παιδί ή για άλλα άτομα. Άλλες αντιδράσεις μπορεί να φέρουν αναστάτωση μέσα στην οικογένεια και με άλλες  μπορεί να διεκδικεί υπερβολικά δικαιώματα για την ηλικία του ή ένα δυσανάλογο ρόλο  μέσα στο «σύστημα οικογένεια». Πρέπει λοιπόν οι γονείς να ιεραρχούν τα ζητήματα ανάλογα με τη σοβαρότητά τους και τη λειτουργία της οικογένειας και να θέτουν τα όρια ανάλογα.

Αποτελεσματική μέθοδος στη θέσπιση ορίων : «Οι λογικές συνέπειες»

Σε ένα θετικό  συναισθηματικό κλίμα δίνουμε, ανάλογα με την ηλικία και τη συναισθηματική κατάσταση, στο παιδί επιλογές για να αποφασίσει, προειδοποιώντας το για τις λογικές συνέπειες που θα ακολουθήσουν και το αφήνουμε να υποστεί τις συνέπειες της επιλογής του για τη συγκεκριμένη μέρα.

Παράδειγμα: Σχολικές εργασίες

Το παιδί έχει την

«Επιλογή Α» = Κάνει τις σχολικές εργασίες του σε μια συγκεκριμένη ώρα.

Συνέπειες της επιλογής Α :

Αναγνώριση και επιβράβευση από τους γονείς και από τους δασκάλους
Αυτοεκτίμηση και αναγνώριση από τους συμμαθητές
Ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι
Και την

«Επιλογή Β» = ΔΕΝ κάνει τις σχολικές του εργασίες στη συγκεκριμένη ώρα

Συνέπειες της επιλογής Β :

Απουσία επιβράβευσης από τους γονείς και από τους δασκάλους
Μειωμένη αυτοεκτίμηση και αναγνώριση από τους  συμμαθητές          
Ενδεχομένως αποδοκιμασία από τους δασκάλους
Επιπλέον εργασίες για την επόμενη μέρα
                    

Το παιδί επιλέγει την επιλογή Α ή Β γνωρίζοντας τις συνέπειες της κάθε επιλογής. Σε αντίθεση με την τιμωρία το παιδί είναι υπεύθυνο για τις θετικές ή αρνητικές συνέπειες που ακολουθούν και δεν είναι οι γονείς που του τις επιβάλλουν γιατί έχουν την «εξουσία».

Αποτέλεσμα είναιτο παιδί να γίνεται υπεύθυνο αφού μαθαίνει να επιλέγει και να δέχεται τη σχέση πράξης και συνέπειας.

Προϋποθέσεις για την ορθή εφαρμογή αυτής της μεθόδου αποτελεί η θετική πρόθεση και όχι η εκδικητικότητα καθώς και η συνέπεια και η σταθερότητα στην εφαρμογή της.  Οι συνέπειες πρέπει επίσης να σχετίζονται λογικά με τις πράξεις του παιδιού και να μην είναι άσχετες με αυτές.

Παρόλο το υψηλό ποσοστό αποτελεσματικότητας αυτής της μεθόδου πολλοί γονείς δυσκολεύονται στην εφαρμογή της. Διακατέχονται  από μια διάχυτη ανάγκη να «προστατεύουν» τα παιδιά τους από δυσάρεστες για αυτά συνέπειες των πράξεών τους. Έτσι π.χ. τα «κυνηγούν» για να  κάνουν τις σχολικές τους εργασίες και τις κάνουν δικές τους υποχρεώσεις, στην προσπάθειά τους να φανεί το παιδί τους καλός μαθητής και να μην υποστεί τις αρνητικές συνέπειες (π.χ. την παρατήρηση της δασκάλας) της επιλογής του. Μακροπρόθεσμα γίνονται «μάνατζερ» των παιδιών τους και τους στερούν το βίωμα της σχέσης «πράξη – αποτέλεσμα»,  με συνέπεια να εμποδίζουν την ανάπτυξη της υπευθυνότητάς τους και γενικότερα της αυτονόμησής τους.

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να θέτουμε όρια;

Οι περισσότεροι γονείς παραδέχονται ότι είναι πολύ σημαντικό να θέτουν όρια, εντούτοις  δυσκολεύονται να το  κάνουν πράξη και μάλιστα με τρόπο σταθερό και αποτελεσματικό.

Οι λόγοι για τους οποίους οι γονείς δυσκολεύονται να βάλουν όρια είναι πολλοί και σύνθετοι και σχετίζονται  με τον τρόπο που μεγάλωσαν οι ίδιοι, με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και με την ιδιοσυγκρασία τους. Παρακάτω ακολουθούν κάποιοι λόγοι για τους οποίους δυσκολεύονται οι περισσότεροι γονείς να θέσουν αποτελεσματικά όρια στα παιδιά τους:

Όταν εργάζονται και οι δύο γονείς, αισθάνονται τύψεις και ενοχές λόγω της απουσίας τους από το σπίτι και το παιδί τους. Για αυτόν τον λόγο δυσκολεύονται να εφαρμόζουν όρια και  κανόνες τις λιγοστές ώρες που βρίσκονται μαζί με το παιδί.
Πολλοί γονείς έχουν συνδέσει λέξεις όπως «όρια» και  «σταθερότητα» με κάτι «κακό». Θεωρούν ότι με το που θα αρνηθούν κάτι στο παιδί τους αυτό θα τους κρίνει άσχημα. Έχουν το άγχος  να φαίνονται καλοί γονείς στο παιδί τους και , όσο κι αν είναι αντίθετο στο ρόλο τους, ζητούν την επιβράβευσή του, πολλές φορές χωρίς οι ίδιοι να το συνειδητοποιούν. Έτσι λειτουργούν με βάση το τι θα κάνει τους ίδιους να αισθανθούν καλά.
Νιώθουν ότι με τα όρια δε δίνουν χαρά στα παιδιά τους και νιώθουν ενοχές για αυτό.
Άλλοι γονείς κάνουν όλα τα χατίρια στα παιδιά τους και δεν τους βάζουν όρια, γιατί νιώθουν ότι οι δικοί τους γονείς δεν εκπλήρωναν τις επιθυμίες τους και δε θέλουν να κάνουν το ίδιο στα παιδιά τους.
Συμβαίνει επίσης για πολλούς γονείς  μόνη επιβεβαίωση στη ζωή τους να είναι τα παιδιά τους. Όταν τα βλέπουν έστω και στιγμιαία χαρούμενα αισθάνονται σημαντικοί και  νιώθουν ότι «κερδίζουν» τα παιδιά τους. Έτσι, η υποχώρησή τους γίνεται γιατί περιμένουν το αντάλλαγμα, που στο μυαλό τους ισοδυναμεί με ευγνωμοσύνη, αλλά και αίσθημα υποχρέωσης από τη μεριά των παιδιών. Δυστυχώς όμως, οι συνέπειες της παραπάνω στάσης των γονέων είναι εντελώς αντίθετες από τις αναμενόμενες.  Τα παιδιά , ακριβώς επειδή έχουν μάθει ότι μετά από κάθε πίεση και ψυχολογικό εκβιασμό που θα ασκήσουν στους γονείς θα πετύχουν αυτό που θέλουν , θεωρούν τα πάντα δεδομένα. Έτσι, όχι μόνο δε δείχνουν ευγνωμοσύνη στους γονείς, αλλά αδυνατούν και να εκτιμήσουν αυτά που τους προσφέρουν.
Πολλές φορές οι γονείς δεν «αντέχουν» να είναι σταθεροί και το να ενδώσουν εκείνη τη στιγμή είναι η πιο «εύκολη» λύση, την οποία όμως μακροπρόθεσμα «πληρώνουν» πολύ ακριβά.
Η θέσπιση ορίων λοιπόν από τους γονείς, όσον αφορά στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους είναι πολύ σημαντική. Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη προσοχή, διότι αν δε γίνει με τον σωστό τρόπο, στη σωστή στιγμή ή αν δοθούν λανθασμένα όρια ή ακόμη αν αυτά δεν τηρηθούν, τότε όχι μόνο δε θα επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά θα υπάρξουν και αρνητικές επιπτώσεις, τόσο στα ίδια τα παιδιά όσο και στην οικογένεια γενικότερα.

Σύνδρομο Down Αιτία, συμπτώματα και πιθανότητες

 

Το σύνδρομο Down (Ντάουν) ή τρισωμία 21 προκαλείται από περίσσεια γενετικού υλικού στο χρωμόσωμα 21 που δημιουργεί τρεις εκδοχές αυτού του χρωμοσώματος αντί για τις φυσιολογικές δύο.

Τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτής της ανωμαλίας είναι σωματική και νοητική υστέρηση που κυμαίνεται από ελαφριά ως βαριά. Το χαμηλό ανάστημα και n τάση για παχυσαρκία είναι συνήθη χαρακτηριστικά.

Αιτία

Το 1959 ανακαλύφθηκε η αιτία της πάθησης από τον Γάλλο γιατρό και Ζερόμ Λεζέν. Το σύνδρομο Down είναι η πιο συχνή διαταραχή χρωμοσωμάτων.

Κάθε άνθρωπος έχει 46 χρωμοσώματα που ανήκουν σε 23 ζεύγη. Το σπερματοζωάριο έχει 23 χρωμοσώματα και το ωάριο άλλα 23. Όταν γίνεται η σύλληψη και αρχίζει να διαμορφώνεται ένας νέος άνθρωπος το πρώτο κύτταρο σχηματίζει 46 χρωμοσώματα. Μερικές φορές όμως γίνονται λάθη και προκύπτουν χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Στο σύνδρομο Down, κατά τη σύλληψη, στο ζεύγος χρωμοσωμάτων νούμερο 21 εισέρχεται και ένα τρίτο χρωμόσωμα (εξ ου και ο όρος τρισωμία 21). Η ανωμαλία αυτή αναπαράγεται στη συνέχεια σε κάθε κύτταρο του σώματος καθώς σχηματίζεται το μωρό. Να σημειωθεί ότι το περιττό χρωμόσωμα προέρχεται κατά 90% από το ωάριο.

Υπάρχουν τρία είδη του συνδρόμου Down. Το πρώτο είναι η τρισωμία 21, δηλαδή παρουσία χρωμοσώματος στο 21ο ζεύγος των χρωμοσωμάτων, κάτι που αφορά το 95% των πασχόντων. Περίπου το 4% των πασχόντων έχει τη λεγόμενη μετάθεση. Αυτά τα άτομα με σύνδρομο Down έχουν μεν το φυσιολογικό αριθμό των 46 χρωμοσωμάτων, αλλά και ένα τμήμα πλεονάζοντος χρωμοσώματος 21 προσκολλημένο πάνω σε άλλο χρωμόσωμα. Τέλος, περίπου το 1% έχει το λεγόμενο μωσαϊκισμό, όπου μερικά κύτταρα έχουν τρισωμία 21 ενώ τα άλλα είναι φυσιολογικά.

Η παρουσία του επιπλέον χρωμοσώματος προκαλεί τα εξής συμπτώματα ή χαρακτηριστικά:

Γενικευμένη υποτονία και χαλαρές αρθρώσεις.
Χαμηλά τοποθετημένα, με προς τα πάνω κλίση μάτια και χαμηλά τοποθετημένα αυτιά.
Μικρό στόμα με μεγάλη προεξέχουσα γλώσσα.
Πεπλατυσμένη μύτη.
Πλατιά χέρια.
Χαμηλό βάρος γέννησης και μικρό ανάστημα.

Πιθανότητες

Εκτιμάται ότι περίπου 1 στα 800-1.000 βρέφη γεννιούνται με αυτή την πάθηση η οποία επηρεάζει πολλαπλά συστήματα, χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει πως οι πάσχοντες θα παρουσιάσουν όλες τις εκδηλώσεις. Από ορισμένους δεν θεωρείται ασθένεια, δεδομένου ότι τα άτομα με σύνδρομο Down δεν υποφέρουν από αυτό.

Το επιπλέον χρωμόσωμα μπορεί να προέρχεται είτε από τη μητέρα είτε από τον πατέρα αλλά φαίνεται πως υπάρχει μια σύνδεση με την ηλικία της μητέρας κατά την οποία επιτυγχάνεται η εγκυμοσύνη. Οι πιθανότητες μίας γυναίκας να γεννήσει παιδί με σύνδρομο Down αυξάνονται με την ηλικία. Για μία γυναίκα ηλικίας 25 ετών η πιθανότητα να γεννήσει παιδί με αυτό το σύνδρομο είναι μια στις 1350 ενώ η πιθανότητα στην ηλικία των 40 ετών είναι 1 στις 100.

Πλην της εγκυμοσύνης σε μεγαλύτερη ηλικία, άλλος παράγοντας που αυξάνει την πιθανότητα γέννησης παιδιού με σύνδρομο Down αποτελεί η γέννηση προηγούμενου πάσχοντος παιδιού από τους ίδιους γονείς.

Συμπτώματα και επιπλοκές

Ένα βρέφος που γεννιέται με σύνδρομο Down μπορεί να έχει διάφορα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως μικρό κεφάλι, μικρά αφτιά, επίπεδο πρόσωπο και μάτια με κλίση προς τα επάνω. Τα δάχτυλα του παιδιού είναι σχετικά κοντά και τα χέρια έχουν συχνά μία ρυτίδα στις παλάμες. Για πολλά χρόνια, λόγω του προσώπου και του σχήματος των ματιών που είχαν έντονα τα χαρακτηριστικά της μογγολικής φυλής, είχε καθιερωθεί ο όρος «Μογγολισμός», όμως σήμερα θεωρείται ηθικά ανεπίτρεπτος και επιστημονικά απαράδεκτος.

Τα βρέφη που γεννιούνται με σύνδρομο Down μπορεί να είναι μετρίου μεγέθους, αλλά αναπτύσσονται αργά και παραμένουν μικρά. Έχουν αναπτυξιακή καθυστέρηση που ποικίλλει από ήπια έως σοβαρή. Μπορεί επίσης να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν συγγενείς καρδιοπάθειες (με κυριότερη το μεσοκοιλιακό έλλειμμα) και γαστρεντερικά προβλήματα.

Τα μωρά με σύνδρομο Down διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο προβλημάτων όπως αναπνευστικές λοιμώξεις, διαταραχές της όρασης, υποθυρεοειδισμό και λευχαιμία.

Οι διαταραχές στην ψυχοκοινωνική εξέλιξη περιλαμβάνουν επηρεασμό της βραχυχρόνιας μνήμης, της ικανότητας σκέψης, της ομιλίας. Η κινητική και η λεκτική υστέρηση γίνονται εμφανή σε πρώιμη ηλικία. Καταγράφεται αυξημένη συχνότητα εμφάνισης αυτισμού, όπως και πρώιμης νόσου Αλτσχάιμερ (από 35 ετών).

Είναι αυξημένες οι βλάβες του πεπτικού σωλήνα, η κοιλιοκάκη και η ατρησία ή στένωση δωδεκαδακτύλου. Αρκετοί πάσχοντες εμφανίζουν ενδοκρινοπάθειες, όπως υποθυρεοειδισμό ή σακχαρώδη διαβήτη. Αρκετά συχνά είναι τα οφθαλμικά προβλήματα, όπως το γλαύκωμα, ο καταρράκτης και ο συγκλίνων στραβισμός.

Οι άνδρες με σύνδρομο Down είναι στείροι (εκτός από αυτούς που έχουν τον μωσαϊκισμό) ενώ οι γυναίκες έχουν 50% πιθανότητα να γεννήσουν μωρό που επίσης θα έχει το σύνδρομο.

Δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεραπεία για το σύνδρομο Down. Οι καρδιακές ή άλλες σχετικές παθήσεις μπορούν συχνά να αντιμετωπιστούν επιτυχώς με χειρουργική επέμβαση.

Πολλά παιδιά με σύνδρομο Down είναι ευτυχισμένα, στοργικά και καλόβολα. Αρκετά πηγαίνουν στο σχολείο, μαθαίνουν να γράφουν και να διαβάζουν, βρίσκουν δουλειές και εν τέλει ζουν ανεξάρτητα ή σχεδόν ανεξάρτητα.

Προγεννητικός έλεγχος

Μπορεί η πιθανότητα για το σύνδρομο να είναι μειωμένη όταν η εγκυμοσύνη συμβεί σε νεαρή ηλικία, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να αποτραπεί το σύνδρομο Down. Μπορούν όμως να γίνουν εξετάσεις για την ανίχνευση του συνδρόμου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ο έλεγχος αυτός γίνεται ως εξής:

Υπέρηχος. Γίνεται μέτρηση μιας συγκεκριμένης περιοχής στον αυχένα του μωρού μεταξύ 11ης -14ης εβδομάδας κύησης. Αυτή η εξέταση είναι γνωστή ως αυχενική διαφάνεια.
Εξετάσεις αίματος. Τα αποτελέσματα των υπερήχων συνδυάζονται με αιματολογικές εξετάσεις (PAPP-A και την ορμόνη που λέγεται ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη HCG). Ανώμαλα επίπεδα της PAPP-A και HCG μπορεί να υποδηλώνουν κάποιο πρόβλημα.
Όταν πραγματοποιηθεί αυτός ο έλεγχος κατά την 11η εβδομάδα της κύησης, μπορεί να εντοπιστεί το 87% των μωρών με το σύνδρομο Down. Εάν κάποια από τις παραπάνω εξετάσεις δείχνει υψηλό κίνδυνο για τη πάθηση μπορεί να γίνει αμνιοπαρακέντηση για να καθοριστεί αν το μωρό έχει πράγματι σύνδρομο Down.

Πρόσφατα έχει αναπτυχθεί ένα τεστ DNA υψηλής ακρίβειας για τη διάγνωση του συνδρόμου Down το οποίο μπορεί να διενεργείται στα πρώτα στάδια της κύησης παρέχοντας ασφαλή αποτελέσματα.

logo

Η Λογοσύνθεση είναι ένα σύγχρονο κέντρο ειδικών θεραπειών που προσφέρει ολοκληρωμένες υπηρεσίες λογοθεραπείας, εργοθεραπείας, ειδικής αγωγής και ψυχολογικής υποστήριξης. Με επιστημονική γνώση, πολυετή εμπειρία και ανθρωποκεντρική προσέγγιση, στεκόμαστε δίπλα σε κάθε παιδί, έφηβο ή ενήλικα που χρειάζεται στήριξη και καθοδήγηση.

Επικοινωνία

Λογοσύνθεση Ηλιούπολης
Λεωφ. Σοφοκλή Βενιζέλου 103,
Ηλιούπολη 163 43

2109939690

Λογοσύνθεση Γλυφάδας
Λεωφ. Βουλιαγμένης 38,
Γλυφάδα 166 75

2109643321

Κατασκευή Ιστοσελίδας & Υποστήριξη OneWeb © All Rights Reserved